헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναχωρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναχωρίζω

형태분석: ἀνα (접두사) + χωρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to go back or retire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναχωρίζω

ἀναχωρίζεις

ἀναχωρίζει

쌍수 ἀναχωρίζετον

ἀναχωρίζετον

복수 ἀναχωρίζομεν

ἀναχωρίζετε

ἀναχωρίζουσιν*

접속법단수 ἀναχωρίζω

ἀναχωρίζῃς

ἀναχωρίζῃ

쌍수 ἀναχωρίζητον

ἀναχωρίζητον

복수 ἀναχωρίζωμεν

ἀναχωρίζητε

ἀναχωρίζωσιν*

기원법단수 ἀναχωρίζοιμι

ἀναχωρίζοις

ἀναχωρίζοι

쌍수 ἀναχωρίζοιτον

ἀναχωριζοίτην

복수 ἀναχωρίζοιμεν

ἀναχωρίζοιτε

ἀναχωρίζοιεν

명령법단수 ἀναχώριζε

ἀναχωριζέτω

쌍수 ἀναχωρίζετον

ἀναχωριζέτων

복수 ἀναχωρίζετε

ἀναχωριζόντων, ἀναχωριζέτωσαν

부정사 ἀναχωρίζειν

분사 남성여성중성
ἀναχωριζων

ἀναχωριζοντος

ἀναχωριζουσα

ἀναχωριζουσης

ἀναχωριζον

ἀναχωριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναχωρίζομαι

ἀναχωρίζει, ἀναχωρίζῃ

ἀναχωρίζεται

쌍수 ἀναχωρίζεσθον

ἀναχωρίζεσθον

복수 ἀναχωριζόμεθα

ἀναχωρίζεσθε

ἀναχωρίζονται

접속법단수 ἀναχωρίζωμαι

ἀναχωρίζῃ

ἀναχωρίζηται

쌍수 ἀναχωρίζησθον

ἀναχωρίζησθον

복수 ἀναχωριζώμεθα

ἀναχωρίζησθε

ἀναχωρίζωνται

기원법단수 ἀναχωριζοίμην

ἀναχωρίζοιο

ἀναχωρίζοιτο

쌍수 ἀναχωρίζοισθον

ἀναχωριζοίσθην

복수 ἀναχωριζοίμεθα

ἀναχωρίζοισθε

ἀναχωρίζοιντο

명령법단수 ἀναχωρίζου

ἀναχωριζέσθω

쌍수 ἀναχωρίζεσθον

ἀναχωριζέσθων

복수 ἀναχωρίζεσθε

ἀναχωριζέσθων, ἀναχωριζέσθωσαν

부정사 ἀναχωρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀναχωριζομενος

ἀναχωριζομενου

ἀναχωριζομενη

ἀναχωριζομενης

ἀναχωριζομενον

ἀναχωριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ φυλάττοι μὲν τὰ ἔξω τείχουσ τοσούτοισ ὅσοι σκοπεύειν τε τοὺσ πολεμίουσ ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἀναχωρίζειν εἰσ τὸ ἀσφαλὲσ τὰ δεόμενα ὡσ ἐκ πλείστου ‐ ἱκανοὶ δὲ καὶ προορᾶν οὐδὲν ἧττον οἱ ὀλίγοι τῶν πολλῶν, καὶ φυλάττειν τοίνυν καὶ ἀναχωρίζειν τὰ φίλια οὐκ ἀκαιρότεροι οἱ μήτε αὑτοῖσ μήτε τοῖσ ἵπποισ πιστεύοντεσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 7 7:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 7 7:1)

유의어

  1. to make to go back or retire

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION