헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναστέλλω

형태분석: ἀνα (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 일으키다, 세우다
  2. 철수하다, 물러나다, 머무르다, 떠나가다
  1. to raise up, to gird up
  2. to keep back, repulse, to retire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστέλλω

(나는) 일으킨다

ἀναστέλλεις

(너는) 일으킨다

ἀναστέλλει

(그는) 일으킨다

쌍수 ἀναστέλλετον

(너희 둘은) 일으킨다

ἀναστέλλετον

(그 둘은) 일으킨다

복수 ἀναστέλλομεν

(우리는) 일으킨다

ἀναστέλλετε

(너희는) 일으킨다

ἀναστέλλουσιν*

(그들은) 일으킨다

접속법단수 ἀναστέλλω

(나는) 일으키자

ἀναστέλλῃς

(너는) 일으키자

ἀναστέλλῃ

(그는) 일으키자

쌍수 ἀναστέλλητον

(너희 둘은) 일으키자

ἀναστέλλητον

(그 둘은) 일으키자

복수 ἀναστέλλωμεν

(우리는) 일으키자

ἀναστέλλητε

(너희는) 일으키자

ἀναστέλλωσιν*

(그들은) 일으키자

기원법단수 ἀναστέλλοιμι

(나는) 일으키기를 (바라다)

ἀναστέλλοις

(너는) 일으키기를 (바라다)

ἀναστέλλοι

(그는) 일으키기를 (바라다)

쌍수 ἀναστέλλοιτον

(너희 둘은) 일으키기를 (바라다)

ἀναστελλοίτην

(그 둘은) 일으키기를 (바라다)

복수 ἀναστέλλοιμεν

(우리는) 일으키기를 (바라다)

ἀναστέλλοιτε

(너희는) 일으키기를 (바라다)

ἀναστέλλοιεν

(그들은) 일으키기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστέλλε

(너는) 일으켜라

ἀναστελλέτω

(그는) 일으켜라

쌍수 ἀναστέλλετον

(너희 둘은) 일으켜라

ἀναστελλέτων

(그 둘은) 일으켜라

복수 ἀναστέλλετε

(너희는) 일으켜라

ἀναστελλόντων, ἀναστελλέτωσαν

(그들은) 일으켜라

부정사 ἀναστέλλειν

일으키는 것

분사 남성여성중성
ἀναστελλων

ἀναστελλοντος

ἀναστελλουσα

ἀναστελλουσης

ἀναστελλον

ἀναστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστέλλομαι

(나는) 일으켜진다

ἀναστέλλει, ἀναστέλλῃ

(너는) 일으켜진다

ἀναστέλλεται

(그는) 일으켜진다

쌍수 ἀναστέλλεσθον

(너희 둘은) 일으켜진다

ἀναστέλλεσθον

(그 둘은) 일으켜진다

복수 ἀναστελλόμεθα

(우리는) 일으켜진다

ἀναστέλλεσθε

(너희는) 일으켜진다

ἀναστέλλονται

(그들은) 일으켜진다

접속법단수 ἀναστέλλωμαι

(나는) 일으켜지자

ἀναστέλλῃ

(너는) 일으켜지자

ἀναστέλληται

(그는) 일으켜지자

쌍수 ἀναστέλλησθον

(너희 둘은) 일으켜지자

ἀναστέλλησθον

(그 둘은) 일으켜지자

복수 ἀναστελλώμεθα

(우리는) 일으켜지자

ἀναστέλλησθε

(너희는) 일으켜지자

ἀναστέλλωνται

(그들은) 일으켜지자

기원법단수 ἀναστελλοίμην

(나는) 일으켜지기를 (바라다)

ἀναστέλλοιο

(너는) 일으켜지기를 (바라다)

ἀναστέλλοιτο

(그는) 일으켜지기를 (바라다)

쌍수 ἀναστέλλοισθον

(너희 둘은) 일으켜지기를 (바라다)

ἀναστελλοίσθην

(그 둘은) 일으켜지기를 (바라다)

복수 ἀναστελλοίμεθα

(우리는) 일으켜지기를 (바라다)

ἀναστέλλοισθε

(너희는) 일으켜지기를 (바라다)

ἀναστέλλοιντο

(그들은) 일으켜지기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστέλλου

(너는) 일으켜져라

ἀναστελλέσθω

(그는) 일으켜져라

쌍수 ἀναστέλλεσθον

(너희 둘은) 일으켜져라

ἀναστελλέσθων

(그 둘은) 일으켜져라

복수 ἀναστέλλεσθε

(너희는) 일으켜져라

ἀναστελλέσθων, ἀναστελλέσθωσαν

(그들은) 일으켜져라

부정사 ἀναστέλλεσθαι

일으켜지는 것

분사 남성여성중성
ἀναστελλομενος

ἀναστελλομενου

ἀναστελλομενη

ἀναστελλομενης

ἀναστελλομενον

ἀναστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστελῶ

(나는) 일으키겠다

ἀναστελεῖς

(너는) 일으키겠다

ἀναστελεῖ

(그는) 일으키겠다

쌍수 ἀναστελεῖτον

(너희 둘은) 일으키겠다

ἀναστελεῖτον

(그 둘은) 일으키겠다

복수 ἀναστελοῦμεν

(우리는) 일으키겠다

ἀναστελεῖτε

(너희는) 일으키겠다

ἀναστελοῦσιν*

(그들은) 일으키겠다

기원법단수 ἀναστελοῖμι

(나는) 일으키겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖς

(너는) 일으키겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖ

(그는) 일으키겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναστελοῖτον

(너희 둘은) 일으키겠기를 (바라다)

ἀναστελοίτην

(그 둘은) 일으키겠기를 (바라다)

복수 ἀναστελοῖμεν

(우리는) 일으키겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖτε

(너희는) 일으키겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖεν

(그들은) 일으키겠기를 (바라다)

부정사 ἀναστελεῖν

일으킬 것

분사 남성여성중성
ἀναστελων

ἀναστελουντος

ἀναστελουσα

ἀναστελουσης

ἀναστελουν

ἀναστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστελοῦμαι

(나는) 일으켜지겠다

ἀναστελεῖ, ἀναστελῇ

(너는) 일으켜지겠다

ἀναστελεῖται

(그는) 일으켜지겠다

쌍수 ἀναστελεῖσθον

(너희 둘은) 일으켜지겠다

ἀναστελεῖσθον

(그 둘은) 일으켜지겠다

복수 ἀναστελούμεθα

(우리는) 일으켜지겠다

ἀναστελεῖσθε

(너희는) 일으켜지겠다

ἀναστελοῦνται

(그들은) 일으켜지겠다

기원법단수 ἀναστελοίμην

(나는) 일으켜지겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖο

(너는) 일으켜지겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖτο

(그는) 일으켜지겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναστελοῖσθον

(너희 둘은) 일으켜지겠기를 (바라다)

ἀναστελοίσθην

(그 둘은) 일으켜지겠기를 (바라다)

복수 ἀναστελοίμεθα

(우리는) 일으켜지겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖσθε

(너희는) 일으켜지겠기를 (바라다)

ἀναστελοῖντο

(그들은) 일으켜지겠기를 (바라다)

부정사 ἀναστελεῖσθαι

일으켜질 것

분사 남성여성중성
ἀναστελουμενος

ἀναστελουμενου

ἀναστελουμενη

ἀναστελουμενης

ἀναστελουμενον

ἀναστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέστελλον

(나는) 일으키고 있었다

ἀνέστελλες

(너는) 일으키고 있었다

ἀνέστελλεν*

(그는) 일으키고 있었다

쌍수 ἀνεστέλλετον

(너희 둘은) 일으키고 있었다

ἀνεστελλέτην

(그 둘은) 일으키고 있었다

복수 ἀνεστέλλομεν

(우리는) 일으키고 있었다

ἀνεστέλλετε

(너희는) 일으키고 있었다

ἀνέστελλον

(그들은) 일으키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεστελλόμην

(나는) 일으켜지고 있었다

ἀνεστέλλου

(너는) 일으켜지고 있었다

ἀνεστέλλετο

(그는) 일으켜지고 있었다

쌍수 ἀνεστέλλεσθον

(너희 둘은) 일으켜지고 있었다

ἀνεστελλέσθην

(그 둘은) 일으켜지고 있었다

복수 ἀνεστελλόμεθα

(우리는) 일으켜지고 있었다

ἀνεστέλλεσθε

(너희는) 일으켜지고 있었다

ἀνεστέλλοντο

(그들은) 일으켜지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέστειλα

(나는) 일으켰다

ἀνέστειλας

(너는) 일으켰다

ἀνέστειλεν*

(그는) 일으켰다

쌍수 ἀνεστείλατον

(너희 둘은) 일으켰다

ἀνεστειλάτην

(그 둘은) 일으켰다

복수 ἀνεστείλαμεν

(우리는) 일으켰다

ἀνεστείλατε

(너희는) 일으켰다

ἀνέστειλαν

(그들은) 일으켰다

접속법단수 ἀναστείλω

(나는) 일으켰자

ἀναστείλῃς

(너는) 일으켰자

ἀναστείλῃ

(그는) 일으켰자

쌍수 ἀναστείλητον

(너희 둘은) 일으켰자

ἀναστείλητον

(그 둘은) 일으켰자

복수 ἀναστείλωμεν

(우리는) 일으켰자

ἀναστείλητε

(너희는) 일으켰자

ἀναστείλωσιν*

(그들은) 일으켰자

기원법단수 ἀναστείλαιμι

(나는) 일으켰기를 (바라다)

ἀναστείλαις

(너는) 일으켰기를 (바라다)

ἀναστείλαι

(그는) 일으켰기를 (바라다)

쌍수 ἀναστείλαιτον

(너희 둘은) 일으켰기를 (바라다)

ἀναστειλαίτην

(그 둘은) 일으켰기를 (바라다)

복수 ἀναστείλαιμεν

(우리는) 일으켰기를 (바라다)

ἀναστείλαιτε

(너희는) 일으켰기를 (바라다)

ἀναστείλαιεν

(그들은) 일으켰기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστείλον

(너는) 일으켰어라

ἀναστειλάτω

(그는) 일으켰어라

쌍수 ἀναστείλατον

(너희 둘은) 일으켰어라

ἀναστειλάτων

(그 둘은) 일으켰어라

복수 ἀναστείλατε

(너희는) 일으켰어라

ἀναστειλάντων

(그들은) 일으켰어라

부정사 ἀναστείλαι

일으켰는 것

분사 남성여성중성
ἀναστειλᾱς

ἀναστειλαντος

ἀναστειλᾱσα

ἀναστειλᾱσης

ἀναστειλαν

ἀναστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεστειλάμην

(나는) 일으켜졌다

ἀνεστείλω

(너는) 일으켜졌다

ἀνεστείλατο

(그는) 일으켜졌다

쌍수 ἀνεστείλασθον

(너희 둘은) 일으켜졌다

ἀνεστειλάσθην

(그 둘은) 일으켜졌다

복수 ἀνεστειλάμεθα

(우리는) 일으켜졌다

ἀνεστείλασθε

(너희는) 일으켜졌다

ἀνεστείλαντο

(그들은) 일으켜졌다

접속법단수 ἀναστείλωμαι

(나는) 일으켜졌자

ἀναστείλῃ

(너는) 일으켜졌자

ἀναστείληται

(그는) 일으켜졌자

쌍수 ἀναστείλησθον

(너희 둘은) 일으켜졌자

ἀναστείλησθον

(그 둘은) 일으켜졌자

복수 ἀναστειλώμεθα

(우리는) 일으켜졌자

ἀναστείλησθε

(너희는) 일으켜졌자

ἀναστείλωνται

(그들은) 일으켜졌자

기원법단수 ἀναστειλαίμην

(나는) 일으켜졌기를 (바라다)

ἀναστείλαιο

(너는) 일으켜졌기를 (바라다)

ἀναστείλαιτο

(그는) 일으켜졌기를 (바라다)

쌍수 ἀναστείλαισθον

(너희 둘은) 일으켜졌기를 (바라다)

ἀναστειλαίσθην

(그 둘은) 일으켜졌기를 (바라다)

복수 ἀναστειλαίμεθα

(우리는) 일으켜졌기를 (바라다)

ἀναστείλαισθε

(너희는) 일으켜졌기를 (바라다)

ἀναστείλαιντο

(그들은) 일으켜졌기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστείλαι

(너는) 일으켜졌어라

ἀναστειλάσθω

(그는) 일으켜졌어라

쌍수 ἀναστείλασθον

(너희 둘은) 일으켜졌어라

ἀναστειλάσθων

(그 둘은) 일으켜졌어라

복수 ἀναστείλασθε

(너희는) 일으켜졌어라

ἀναστειλάσθων

(그들은) 일으켜졌어라

부정사 ἀναστείλεσθαι

일으켜졌는 것

분사 남성여성중성
ἀναστειλαμενος

ἀναστειλαμενου

ἀναστειλαμενη

ἀναστειλαμενης

ἀναστειλαμενον

ἀναστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὰρ ὁ χιονέοιο λοεσσάμενοσ ποταμοῖο ᾤχετο φειδομένοισιν ἐπ’ ἴχνεσιν ἴχνοσ ἐρείδων, μὴ πόδεσ ἱμερόεντεσ ὑποχραίνοιντο κονίησ, μὴ πλοκάμων κυνέῃσιν ἐπιβρίσαντεσ ἐθείρασ ὀξύτερον σπεύδοντοσ ἀναστέλλοιεν ἀῆται. (Colluthus, Rape of Helen, book 1113)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1113)

  • ἀλλὰ ἀνέστελλον αὐτοὺσ οἱ τοξόται οἱ ἀμφὶ Νέαρχον, ἐξ ὑπερδεξίου τοξεύοντεσ. (Arrian, Indica, chapter 28 5:3)

    (아리아노스, Indica, chapter 28 5:3)

  • "ὅσοι τὰσ περιβολὰσ ἀναστέλλουσιν ἡμῶν · (Plutarch, De curiositate, section 3 3:3)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 3:3)

  • "ὅσοι τὰσ περιβολὰσ ἀναστέλλουσιν ἡμῶν· (Plutarch, De curiositate, section 3 8:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 8:1)

  • ἐλπίσαντεσ γὰρ ἅμα τῇ πρώτῃ ῥύμῃ τὴν πόλιν ἅπασαν ἐξ ἐπιδρομῆσ καθέξειν, εἶτα παρὰ δόξαν ἐντυγχάνοντεσ ἀνδράσι πλήκταισ καὶ μαχίμοισ ἀνεστέλλοντο πρὸσ τὴν ἀκρόπολιν. (Plutarch, Dion, chapter 30 8:1)

    (플루타르코스, Dion, chapter 30 8:1)

유의어

  1. 일으키다

  2. 철수하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION