헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνεγείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνεγείρω

형태분석: ἀν (접두사) + ἐγείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흥분시키다, 일으키다, 깨어나다
  2. 올리다, 높이다, 들다
  3. 흥분시키다, 자극하다, 일으키다
  4. 올리다, 높이다
  1. to wake up, rouse
  2. to wake up, raise
  3. to rouse, encourage
  4. to raise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεγείρω

(나는) 흥분시킨다

ἀνεγείρεις

(너는) 흥분시킨다

ἀνεγείρει

(그는) 흥분시킨다

쌍수 ἀνεγείρετον

(너희 둘은) 흥분시킨다

ἀνεγείρετον

(그 둘은) 흥분시킨다

복수 ἀνεγείρομεν

(우리는) 흥분시킨다

ἀνεγείρετε

(너희는) 흥분시킨다

ἀνεγείρουσιν*

(그들은) 흥분시킨다

접속법단수 ἀνεγείρω

(나는) 흥분시키자

ἀνεγείρῃς

(너는) 흥분시키자

ἀνεγείρῃ

(그는) 흥분시키자

쌍수 ἀνεγείρητον

(너희 둘은) 흥분시키자

ἀνεγείρητον

(그 둘은) 흥분시키자

복수 ἀνεγείρωμεν

(우리는) 흥분시키자

ἀνεγείρητε

(너희는) 흥분시키자

ἀνεγείρωσιν*

(그들은) 흥분시키자

기원법단수 ἀνεγείροιμι

(나는) 흥분시키기를 (바라다)

ἀνεγείροις

(너는) 흥분시키기를 (바라다)

ἀνεγείροι

(그는) 흥분시키기를 (바라다)

쌍수 ἀνεγείροιτον

(너희 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

ἀνεγειροίτην

(그 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

복수 ἀνεγείροιμεν

(우리는) 흥분시키기를 (바라다)

ἀνεγείροιτε

(너희는) 흥분시키기를 (바라다)

ἀνεγείροιεν

(그들은) 흥분시키기를 (바라다)

명령법단수 ἀνέγειρε

(너는) 흥분시켜라

ἀνεγειρέτω

(그는) 흥분시켜라

쌍수 ἀνεγείρετον

(너희 둘은) 흥분시켜라

ἀνεγειρέτων

(그 둘은) 흥분시켜라

복수 ἀνεγείρετε

(너희는) 흥분시켜라

ἀνεγειρόντων, ἀνεγειρέτωσαν

(그들은) 흥분시켜라

부정사 ἀνεγείρειν

흥분시키는 것

분사 남성여성중성
ἀνεγειρων

ἀνεγειροντος

ἀνεγειρουσα

ἀνεγειρουσης

ἀνεγειρον

ἀνεγειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεγείρομαι

(나는) 흥분한다

ἀνεγείρει, ἀνεγείρῃ

(너는) 흥분한다

ἀνεγείρεται

(그는) 흥분한다

쌍수 ἀνεγείρεσθον

(너희 둘은) 흥분한다

ἀνεγείρεσθον

(그 둘은) 흥분한다

복수 ἀνεγειρόμεθα

(우리는) 흥분한다

ἀνεγείρεσθε

(너희는) 흥분한다

ἀνεγείρονται

(그들은) 흥분한다

접속법단수 ἀνεγείρωμαι

(나는) 흥분하자

ἀνεγείρῃ

(너는) 흥분하자

ἀνεγείρηται

(그는) 흥분하자

쌍수 ἀνεγείρησθον

(너희 둘은) 흥분하자

ἀνεγείρησθον

(그 둘은) 흥분하자

복수 ἀνεγειρώμεθα

(우리는) 흥분하자

ἀνεγείρησθε

(너희는) 흥분하자

ἀνεγείρωνται

(그들은) 흥분하자

기원법단수 ἀνεγειροίμην

(나는) 흥분하기를 (바라다)

ἀνεγείροιο

(너는) 흥분하기를 (바라다)

ἀνεγείροιτο

(그는) 흥분하기를 (바라다)

쌍수 ἀνεγείροισθον

(너희 둘은) 흥분하기를 (바라다)

ἀνεγειροίσθην

(그 둘은) 흥분하기를 (바라다)

복수 ἀνεγειροίμεθα

(우리는) 흥분하기를 (바라다)

ἀνεγείροισθε

(너희는) 흥분하기를 (바라다)

ἀνεγείροιντο

(그들은) 흥분하기를 (바라다)

명령법단수 ἀνεγείρου

(너는) 흥분해라

ἀνεγειρέσθω

(그는) 흥분해라

쌍수 ἀνεγείρεσθον

(너희 둘은) 흥분해라

ἀνεγειρέσθων

(그 둘은) 흥분해라

복수 ἀνεγείρεσθε

(너희는) 흥분해라

ἀνεγειρέσθων, ἀνεγειρέσθωσαν

(그들은) 흥분해라

부정사 ἀνεγείρεσθαι

흥분하는 것

분사 남성여성중성
ἀνεγειρομενος

ἀνεγειρομενου

ἀνεγειρομενη

ἀνεγειρομενης

ἀνεγειρομενον

ἀνεγειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνήγειρον

(나는) 흥분시키고 있었다

ἀνήγειρες

(너는) 흥분시키고 있었다

ἀνήγειρεν*

(그는) 흥분시키고 있었다

쌍수 ἀνηγείρετον

(너희 둘은) 흥분시키고 있었다

ἀνηγειρέτην

(그 둘은) 흥분시키고 있었다

복수 ἀνηγείρομεν

(우리는) 흥분시키고 있었다

ἀνηγείρετε

(너희는) 흥분시키고 있었다

ἀνήγειρον

(그들은) 흥분시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνηγειρόμην

(나는) 흥분하고 있었다

ἀνηγείρου

(너는) 흥분하고 있었다

ἀνηγείρετο

(그는) 흥분하고 있었다

쌍수 ἀνηγείρεσθον

(너희 둘은) 흥분하고 있었다

ἀνηγειρέσθην

(그 둘은) 흥분하고 있었다

복수 ἀνηγειρόμεθα

(우리는) 흥분하고 있었다

ἀνηγείρεσθε

(너희는) 흥분하고 있었다

ἀνηγείροντο

(그들은) 흥분하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν γάρ μιν ὕπνοσ ἕλῃ ποτέ, σκορπίοσ ἀνιὼν ἀνεγείρει τε καὶ ἀεικέα ἐργάζεται, καὶ οἱ ἥδε ἡ ζημίη τοῦ ὕπνου ἐπικέαται. (Lucian, De Syria dea, (no name) 29:10)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 29:10)

  • εὐφημεῖν χρὴ κἀξίστασθαι τοῖσ ἡμετέροισι χοροῖσιν, ὅστισ ἄπειροσ τοιῶνδε λόγων ἢ γνώμῃ μὴ καθαρεύει, ἢ γενναίων ὄργια Μουσῶν μήτ’ εἶδεν μήτ’ ἐχόρευσεν, μηδὲ Κρατίνου τοῦ ταυροφάγου γλώττησ Βακχεῖ’ ἐτελέσθη, ἢ βωμολόχοισ ἔπεσιν χαίρει μὴ ν’ καιρῷ τοῦτο ποιοῦσιν, ἢ στάσιν ἐχθρὰν μὴ καταλύει μηδ’ εὔκολόσ ἐστι πολίταισ, ἀλλ’ ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν, ἢ τῆσ πόλεωσ χειμαζομένησ ἄρχων καταδωροδοκεῖται, ἢ προδίδωσιν φρούριον ἢ ναῦσ, ἢ τἀπόρρητ’ ἀποπέμπει ἐξ Αἰγίνησ Θωρυκίων ὢν εἰκοστολόγοσ κακοδαίμων, ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων εἰσ Ἐπίδαυρον, ἢ χρήματα ταῖσ τῶν ἀντιπάλων ναυσὶν παρέχειν τινὰ πείθει, ἢ κατατιλᾷ τῶν Ἑκαταίων κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων, ἢ τοὺσ μισθοὺσ τῶν ποιητῶν ῥήτωρ ὢν εἶτ’ ἀποτρώγει, κωμῳδηθεὶσ ἐν ταῖσ πατρίοισ τελεταῖσ ταῖσ τοῦ Διονύσου· (Aristophanes, Frogs, Parodos, anapests1)

    (아리스토파네스, Frogs, Parodos, anapests1)

  • ὑμεῖσ δ’ ἀνεγείρετε μολπὴν καὶ παννυχίδασ τὰσ ἡμετέρασ αἳ τῇδε πρέπουσιν ἑορτῇ. (Aristophanes, Frogs, Parodos, anapests3)

    (아리스토파네스, Frogs, Parodos, anapests3)

  • Κλεάνδρῳ τισ ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων πατρὸσ ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδοσ τε νίκασ ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτοσ ἐξεῦρε. (Pindar, Odes, isthmian odes, isthmian 8 1:1)

    (핀다르, Odes, isthmian odes, isthmian 8 1:1)

  • καὶ γενόμενοσ χειρουργικὸσ καὶ τὴν τέχνην ἀσκήσασ ἐπὶ πολὺ οὐ μόνον ἐκώλυέ τινασ ἀποθνήσκειν, ἀλλ’ ἀνήγειρε καὶ τοὺσ ἀποθανόντασ· (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 10 4:18)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 10 4:18)

유의어

  1. 흥분시키다

  2. 올리다

  3. 올리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION