헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαίρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαίρω διαρῶ

형태분석: δι (접두사) + ἀίρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어올리다, 높이다
  2. 나누다, 분리하다, 간격을 벌리다
  3. 열다
  1. to raise up, lift up
  2. to separate, remove, taking long strides
  3. to open

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαῖρω

(나는) 들어올린다

διαῖρεις

(너는) 들어올린다

διαῖρει

(그는) 들어올린다

쌍수 διαῖρετον

(너희 둘은) 들어올린다

διαῖρετον

(그 둘은) 들어올린다

복수 διαῖρομεν

(우리는) 들어올린다

διαῖρετε

(너희는) 들어올린다

διαῖρουσιν*

(그들은) 들어올린다

접속법단수 διαῖρω

(나는) 들어올리자

διαῖρῃς

(너는) 들어올리자

διαῖρῃ

(그는) 들어올리자

쌍수 διαῖρητον

(너희 둘은) 들어올리자

διαῖρητον

(그 둘은) 들어올리자

복수 διαῖρωμεν

(우리는) 들어올리자

διαῖρητε

(너희는) 들어올리자

διαῖρωσιν*

(그들은) 들어올리자

기원법단수 διαῖροιμι

(나는) 들어올리기를 (바라다)

διαῖροις

(너는) 들어올리기를 (바라다)

διαῖροι

(그는) 들어올리기를 (바라다)

쌍수 διαῖροιτον

(너희 둘은) 들어올리기를 (바라다)

διαίροιτην

(그 둘은) 들어올리기를 (바라다)

복수 διαῖροιμεν

(우리는) 들어올리기를 (바라다)

διαῖροιτε

(너희는) 들어올리기를 (바라다)

διαῖροιεν

(그들은) 들어올리기를 (바라다)

명령법단수 δίαιρε

(너는) 들어올려라

διαίρετω

(그는) 들어올려라

쌍수 διαῖρετον

(너희 둘은) 들어올려라

διαίρετων

(그 둘은) 들어올려라

복수 διαῖρετε

(너희는) 들어올려라

διαίροντων, διαίρετωσαν

(그들은) 들어올려라

부정사 διαῖρειν

들어올리는 것

분사 남성여성중성
διαιρων

διαιροντος

διαιρουσα

διαιρουσης

διαιρον

διαιροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαῖρομαι

(나는) 들어올려진다

διαῖρει, διαῖρῃ

(너는) 들어올려진다

διαῖρεται

(그는) 들어올려진다

쌍수 διαῖρεσθον

(너희 둘은) 들어올려진다

διαῖρεσθον

(그 둘은) 들어올려진다

복수 διαίρομεθα

(우리는) 들어올려진다

διαῖρεσθε

(너희는) 들어올려진다

διαῖρονται

(그들은) 들어올려진다

접속법단수 διαῖρωμαι

(나는) 들어올려지자

διαῖρῃ

(너는) 들어올려지자

διαῖρηται

(그는) 들어올려지자

쌍수 διαῖρησθον

(너희 둘은) 들어올려지자

διαῖρησθον

(그 둘은) 들어올려지자

복수 διαίρωμεθα

(우리는) 들어올려지자

διαῖρησθε

(너희는) 들어올려지자

διαῖρωνται

(그들은) 들어올려지자

기원법단수 διαίροιμην

(나는) 들어올려지기를 (바라다)

διαῖροιο

(너는) 들어올려지기를 (바라다)

διαῖροιτο

(그는) 들어올려지기를 (바라다)

쌍수 διαῖροισθον

(너희 둘은) 들어올려지기를 (바라다)

διαίροισθην

(그 둘은) 들어올려지기를 (바라다)

복수 διαίροιμεθα

(우리는) 들어올려지기를 (바라다)

διαῖροισθε

(너희는) 들어올려지기를 (바라다)

διαῖροιντο

(그들은) 들어올려지기를 (바라다)

명령법단수 διαῖρου

(너는) 들어올려져라

διαίρεσθω

(그는) 들어올려져라

쌍수 διαῖρεσθον

(너희 둘은) 들어올려져라

διαίρεσθων

(그 둘은) 들어올려져라

복수 διαῖρεσθε

(너희는) 들어올려져라

διαίρεσθων, διαίρεσθωσαν

(그들은) 들어올려져라

부정사 διαῖρεσθαι

들어올려지는 것

분사 남성여성중성
διαιρομενος

διαιρομενου

διαιρομενη

διαιρομενης

διαιρομενον

διαιρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διῆιρον

(나는) 들어올리고 있었다

διῆιρες

(너는) 들어올리고 있었다

διῆιρεν*

(그는) 들어올리고 있었다

쌍수 διήιρετον

(너희 둘은) 들어올리고 있었다

διηῖρετην

(그 둘은) 들어올리고 있었다

복수 διήιρομεν

(우리는) 들어올리고 있었다

διήιρετε

(너희는) 들어올리고 있었다

διῆιρον

(그들은) 들어올리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηῖρομην

(나는) 들어올려지고 있었다

διήιρου

(너는) 들어올려지고 있었다

διήιρετο

(그는) 들어올려지고 있었다

쌍수 διήιρεσθον

(너희 둘은) 들어올려지고 있었다

διηῖρεσθην

(그 둘은) 들어올려지고 있었다

복수 διηῖρομεθα

(우리는) 들어올려지고 있었다

διήιρεσθε

(너희는) 들어올려지고 있었다

διήιροντο

(그들은) 들어올려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε μὴ διαίρει τὼ τέχνα· (Lucian, Piscator, (no name) 20:14)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 20:14)

  • καὶ καθάπερ ὅταν ἐν συλλόγῳ τινὶ σιωπὴ γένηται, τὸν Ἑρμῆν ἐπεισεληλυθέναι λέγουσιν, οὕτωσ ὅταν εἰσ συμπόσιον ἢ συνέδριον γνωρίμων λάλοσ εἰσέλθῃ, πάντεσ ἀποσιωπῶσι μὴ βουλόμενοι λαβὴν παρασχεῖν ἂν δ’ αὐτὸσ ἄρξηται διαίρειν τὸ στόμα, πρὸ χείματοσ ὥστ’ ἀνὰ ποντίαν ἄκραν βορρᾶ ζαέντοσ ὑφορώμενοι σάλον καὶ ναυτίαν ἐξανέστησαν. (Plutarch, De garrulitate, section 2 1:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 2 1:1)

  • καὶ καθάπερ ὅταν ἐν συλλόγῳ τινὶ σιωπὴ γένηται, τὸν Ἑρμῆν ἐπεισεληλυθέναι λέγουσιν, οὕτωσ ὅταν εἰσ συμπόσιον ἢ συνέδριον γνωρίμων λάλοσ εἰσέλθῃ, πάντεσ ἀποσιωπῶσι μὴ βουλόμενοι λαβὴν παρασχεῖν ἂν δ’ αὐτὸσ ἄρξηται διαίρειν τὸ στόμα πρὸ χείματοσ ὥστ’ ἀνὰ ποντίαν ἄκραν βορέου πνέοντοσ ὑφορώμενοι σάλον καὶ ναυτίαν ἐξανέστησαν. (Plutarch, De garrulitate, section 2 4:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 2 4:1)

  • Ἀντώνιοσ δὲ πρὸσ μὲν Κανίδιον ἀγγέλουσ ἔπεμπεν, ἀναχωρεῖν διὰ Μακεδονίασ εἰσ Ἀσίαν τῷ στρατῷ κατὰ τάχοσ κελεύων, αὐτὸσ δὲ μέλλων ἀπὸ Ταινάρου πρὸσ τὴν Λιβύην διαίρειν, ὁλκάδα μίαν, πολὺ μὲν νόμισμα, πολλοῦ δὲ ἀξίασ ἐν ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ κατασκευὰσ τῶν βασιλικῶν κομίζουσαν, ἐξελόμενοσ τοῖσ φίλοισ ἐπέδωκε κοινῇ, νείμασθαι καὶ σώζειν ἑαύτουσ κελεύσασ. (Plutarch, Antony, chapter 67 5:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 67 5:2)

  • ταύτησ μὲν δὴ τῆσ αἰτίασ ἕνεκα Πελοπόννησον Οἴνωτροσ ἐκλιπὼν καὶ κατασκευασάμενοσ ναυτικὸν διαίρει τὸν Ιὄνιον καὶ σὺν αὐτῷ Πευκέτιοσ τῶν ἀδελφῶν εἷσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 11 5:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 11 5:3)

유의어

  1. 들어올리다

  2. 나누다

  3. 열다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION