헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κουφίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κουφίζω

형태분석: κουφίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kou=fos

  1. 끄다, 불 붙이다, 밝아지다, 명확해지다
  2. 올리다, 들다, 높이다, 추켜세우다, 들어올리다, 솟다, 키우다
  3. 늘어뜨리다, 완화시키다, 경감하다, 경감시키다, 가볍게 하다, 편안하게 하다, 편하게 하다, 반짝이다, 빛이 나다
  4. 진정시키다, 경감하다, 편하게 하다
  1. to be light, to be alleviated, assuaged
  2. to make light, to lift up, raise, to make a light, to be lifted up, soar
  3. to lighten, of, to lighten, of their cargo, to relieve, to be relieved, from, to feel one's burthens lightened
  4. to lighten, assuage

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κουφίζω

(나는) 끈다

κουφίζεις

(너는) 끈다

κουφίζει

(그는) 끈다

쌍수 κουφίζετον

(너희 둘은) 끈다

κουφίζετον

(그 둘은) 끈다

복수 κουφίζομεν

(우리는) 끈다

κουφίζετε

(너희는) 끈다

κουφίζουσιν*

(그들은) 끈다

접속법단수 κουφίζω

(나는) 끄자

κουφίζῃς

(너는) 끄자

κουφίζῃ

(그는) 끄자

쌍수 κουφίζητον

(너희 둘은) 끄자

κουφίζητον

(그 둘은) 끄자

복수 κουφίζωμεν

(우리는) 끄자

κουφίζητε

(너희는) 끄자

κουφίζωσιν*

(그들은) 끄자

기원법단수 κουφίζοιμι

(나는) 끄기를 (바라다)

κουφίζοις

(너는) 끄기를 (바라다)

κουφίζοι

(그는) 끄기를 (바라다)

쌍수 κουφίζοιτον

(너희 둘은) 끄기를 (바라다)

κουφιζοίτην

(그 둘은) 끄기를 (바라다)

복수 κουφίζοιμεν

(우리는) 끄기를 (바라다)

κουφίζοιτε

(너희는) 끄기를 (바라다)

κουφίζοιεν

(그들은) 끄기를 (바라다)

명령법단수 κούφιζε

(너는) 꺼라

κουφιζέτω

(그는) 꺼라

쌍수 κουφίζετον

(너희 둘은) 꺼라

κουφιζέτων

(그 둘은) 꺼라

복수 κουφίζετε

(너희는) 꺼라

κουφιζόντων, κουφιζέτωσαν

(그들은) 꺼라

부정사 κουφίζειν

끄는 것

분사 남성여성중성
κουφιζων

κουφιζοντος

κουφιζουσα

κουφιζουσης

κουφιζον

κουφιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κουφίζομαι

(나는) 꺼진다

κουφίζει, κουφίζῃ

(너는) 꺼진다

κουφίζεται

(그는) 꺼진다

쌍수 κουφίζεσθον

(너희 둘은) 꺼진다

κουφίζεσθον

(그 둘은) 꺼진다

복수 κουφιζόμεθα

(우리는) 꺼진다

κουφίζεσθε

(너희는) 꺼진다

κουφίζονται

(그들은) 꺼진다

접속법단수 κουφίζωμαι

(나는) 꺼지자

κουφίζῃ

(너는) 꺼지자

κουφίζηται

(그는) 꺼지자

쌍수 κουφίζησθον

(너희 둘은) 꺼지자

κουφίζησθον

(그 둘은) 꺼지자

복수 κουφιζώμεθα

(우리는) 꺼지자

κουφίζησθε

(너희는) 꺼지자

κουφίζωνται

(그들은) 꺼지자

기원법단수 κουφιζοίμην

(나는) 꺼지기를 (바라다)

κουφίζοιο

(너는) 꺼지기를 (바라다)

κουφίζοιτο

(그는) 꺼지기를 (바라다)

쌍수 κουφίζοισθον

(너희 둘은) 꺼지기를 (바라다)

κουφιζοίσθην

(그 둘은) 꺼지기를 (바라다)

복수 κουφιζοίμεθα

(우리는) 꺼지기를 (바라다)

κουφίζοισθε

(너희는) 꺼지기를 (바라다)

κουφίζοιντο

(그들은) 꺼지기를 (바라다)

명령법단수 κουφίζου

(너는) 꺼져라

κουφιζέσθω

(그는) 꺼져라

쌍수 κουφίζεσθον

(너희 둘은) 꺼져라

κουφιζέσθων

(그 둘은) 꺼져라

복수 κουφίζεσθε

(너희는) 꺼져라

κουφιζέσθων, κουφιζέσθωσαν

(그들은) 꺼져라

부정사 κουφίζεσθαι

꺼지는 것

분사 남성여성중성
κουφιζομενος

κουφιζομενου

κουφιζομενη

κουφιζομενης

κουφιζομενον

κουφιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκούφιζον

(나는) 끄고 있었다

ἐκούφιζες

(너는) 끄고 있었다

ἐκούφιζεν*

(그는) 끄고 있었다

쌍수 ἐκουφίζετον

(너희 둘은) 끄고 있었다

ἐκουφιζέτην

(그 둘은) 끄고 있었다

복수 ἐκουφίζομεν

(우리는) 끄고 있었다

ἐκουφίζετε

(너희는) 끄고 있었다

ἐκούφιζον

(그들은) 끄고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκουφιζόμην

(나는) 꺼지고 있었다

ἐκουφίζου

(너는) 꺼지고 있었다

ἐκουφίζετο

(그는) 꺼지고 있었다

쌍수 ἐκουφίζεσθον

(너희 둘은) 꺼지고 있었다

ἐκουφιζέσθην

(그 둘은) 꺼지고 있었다

복수 ἐκουφιζόμεθα

(우리는) 꺼지고 있었다

ἐκουφίζεσθε

(너희는) 꺼지고 있었다

ἐκουφίζοντο

(그들은) 꺼지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἥδ’ ἐγὼ πέτρασ ἔπι ὄρνισ τισ ὡσεὶ Καπανέωσ ὑπὲρ πυρᾶσ δύστηνον αἰώρημα κουφίζω, πάτερ. (Euripides, Suppliants, episode, antistrophe 1 1:8)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, antistrophe 1 1:8)

  • τὸ γὰρ τερπνὸν τὴν κακοπάθειαν κουφίζει. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 44 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 44 1:1)

  • πνεύματοσ ἐπιπολάζον ἐμπλανᾶται καὶ βαρύνει, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον εἴθισται καὶ μεμελέτηκεν ἐμμήνοισ ἡμερῶν περιόδοισ ὀχετοὺσ καὶ πόρουσ αὐτῷ τῆσ φύσεωσ ἀναστομούσησ ἀποχεόμενον τὸ μὲν ἄλλο σῶμα κουφίζειν καὶ καθαίρειν, τὴν δ’ ὑστέραν οἱο͂ν ἀρότῳ καὶ σπόρῳ γῆν ἐν φυτοῖσ ὀργῶσαν ἐν καιρῷ παρέχειν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 8:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 8:1)

  • τοῦ γὰρ αἵματοσ ὅσον περίττωμα τῆσ χρείασ ἐν ταῖσ γυναιξὶ δι’ ἀμβλύτητα καὶ μικρότητα τὸν πνεύματοσ ἐπιπολάζον ἐμπλανᾶται καὶ βαρύνει, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον εἴθισται καὶ μεμελέτηκεν ἐμμήνοισ ἡμερῶν περιόδοισ ὀχετοὺσ καὶ πόρουσ αὐτῷ τῆσ φύσεωσ ἀναστομούσησ ἀποχεόμενον ἀποχεόμενον τὸ μὲν ἄλλο σῶμα κουφίζειν καὶ καθαίρειν, τὴν δ’ ὑστέραν οἱο͂ν ἀρότῳ καὶ σπόρῳ γῆν ὀργῶσαν ἐν καιρῷ παρέχειν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 2:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 2:1)

  • καίτοι καὶ σπληνὸσ οἴδημα σύμπτωμα μέν ἐστι πυρετοῦ πραϋνόμενον δὲ κουφίζει τὸν πυρετόν, ὥσ φησιν Ιἑρώνυμοσ. (Plutarch, De cohibenda ira, section 12 2:1)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 12 2:1)

  • εἰ δὲ οὐδενί πω Ῥωμαῖοι τὴν ἡγεμονίαν ἔδοσαν ἐκ διαδοχῆσ, οὐδὲ τῶν βασιλέων, οὓσ ἐκβαλόντεσ ἐπώμοσαν μηδ’ ἄλλων ἔτι ἀνέξεσθαι, ὁ̔̀ καὶ τῷ πατρί σου μάλιστα οἱ φονεῖσ ἐπιλέγοντεσ φασὶν ἀνελεῖν αὐτὸν βασιλιζόμενον, οὐχ ἡγούμενον ἔτἰ, ἐμοὶ μὲν οὐδ’ ἀποκρίσεωσ δεῖ πρὸσ σὲ περὶ τῶν κοινῶν, τῷ δ’ αὐτῷ λόγῳ καὶ σὲ κουφίζω, μὴ χάριν ὀφείλειν ἡμῖν ἐπ’ αὐτοῖσ. (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 2 10:4)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 3, chapter 2 10:4)

유의어

  1. 올리다

  2. 진정시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION