헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικουφίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικουφίζω ἐπικουφιῶ

형태분석: ἐπι (접두사) + κουφίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 완화시키다, 경감하다, 편하게 하다, 경감시키다
  2. 지지하다, 지탱하다, 격려하다, 북돋우다, 들다
  1. to lighten, to lighten, to relieve of
  2. to lift up, support, to lift up, encourage

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικουφίζω

(나는) 완화시킨다

ἐπικουφίζεις

(너는) 완화시킨다

ἐπικουφίζει

(그는) 완화시킨다

쌍수 ἐπικουφίζετον

(너희 둘은) 완화시킨다

ἐπικουφίζετον

(그 둘은) 완화시킨다

복수 ἐπικουφίζομεν

(우리는) 완화시킨다

ἐπικουφίζετε

(너희는) 완화시킨다

ἐπικουφίζουσιν*

(그들은) 완화시킨다

접속법단수 ἐπικουφίζω

(나는) 완화시키자

ἐπικουφίζῃς

(너는) 완화시키자

ἐπικουφίζῃ

(그는) 완화시키자

쌍수 ἐπικουφίζητον

(너희 둘은) 완화시키자

ἐπικουφίζητον

(그 둘은) 완화시키자

복수 ἐπικουφίζωμεν

(우리는) 완화시키자

ἐπικουφίζητε

(너희는) 완화시키자

ἐπικουφίζωσιν*

(그들은) 완화시키자

기원법단수 ἐπικουφίζοιμι

(나는) 완화시키기를 (바라다)

ἐπικουφίζοις

(너는) 완화시키기를 (바라다)

ἐπικουφίζοι

(그는) 완화시키기를 (바라다)

쌍수 ἐπικουφίζοιτον

(너희 둘은) 완화시키기를 (바라다)

ἐπικουφιζοίτην

(그 둘은) 완화시키기를 (바라다)

복수 ἐπικουφίζοιμεν

(우리는) 완화시키기를 (바라다)

ἐπικουφίζοιτε

(너희는) 완화시키기를 (바라다)

ἐπικουφίζοιεν

(그들은) 완화시키기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικούφιζε

(너는) 완화시켜라

ἐπικουφιζέτω

(그는) 완화시켜라

쌍수 ἐπικουφίζετον

(너희 둘은) 완화시켜라

ἐπικουφιζέτων

(그 둘은) 완화시켜라

복수 ἐπικουφίζετε

(너희는) 완화시켜라

ἐπικουφιζόντων, ἐπικουφιζέτωσαν

(그들은) 완화시켜라

부정사 ἐπικουφίζειν

완화시키는 것

분사 남성여성중성
ἐπικουφιζων

ἐπικουφιζοντος

ἐπικουφιζουσα

ἐπικουφιζουσης

ἐπικουφιζον

ἐπικουφιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικουφίζομαι

(나는) 완화한다

ἐπικουφίζει, ἐπικουφίζῃ

(너는) 완화한다

ἐπικουφίζεται

(그는) 완화한다

쌍수 ἐπικουφίζεσθον

(너희 둘은) 완화한다

ἐπικουφίζεσθον

(그 둘은) 완화한다

복수 ἐπικουφιζόμεθα

(우리는) 완화한다

ἐπικουφίζεσθε

(너희는) 완화한다

ἐπικουφίζονται

(그들은) 완화한다

접속법단수 ἐπικουφίζωμαι

(나는) 완화하자

ἐπικουφίζῃ

(너는) 완화하자

ἐπικουφίζηται

(그는) 완화하자

쌍수 ἐπικουφίζησθον

(너희 둘은) 완화하자

ἐπικουφίζησθον

(그 둘은) 완화하자

복수 ἐπικουφιζώμεθα

(우리는) 완화하자

ἐπικουφίζησθε

(너희는) 완화하자

ἐπικουφίζωνται

(그들은) 완화하자

기원법단수 ἐπικουφιζοίμην

(나는) 완화하기를 (바라다)

ἐπικουφίζοιο

(너는) 완화하기를 (바라다)

ἐπικουφίζοιτο

(그는) 완화하기를 (바라다)

쌍수 ἐπικουφίζοισθον

(너희 둘은) 완화하기를 (바라다)

ἐπικουφιζοίσθην

(그 둘은) 완화하기를 (바라다)

복수 ἐπικουφιζοίμεθα

(우리는) 완화하기를 (바라다)

ἐπικουφίζοισθε

(너희는) 완화하기를 (바라다)

ἐπικουφίζοιντο

(그들은) 완화하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικουφίζου

(너는) 완화해라

ἐπικουφιζέσθω

(그는) 완화해라

쌍수 ἐπικουφίζεσθον

(너희 둘은) 완화해라

ἐπικουφιζέσθων

(그 둘은) 완화해라

복수 ἐπικουφίζεσθε

(너희는) 완화해라

ἐπικουφιζέσθων, ἐπικουφιζέσθωσαν

(그들은) 완화해라

부정사 ἐπικουφίζεσθαι

완화하는 것

분사 남성여성중성
ἐπικουφιζομενος

ἐπικουφιζομενου

ἐπικουφιζομενη

ἐπικουφιζομενης

ἐπικουφιζομενον

ἐπικουφιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικουφίω

(나는) 완화시키겠다

ἐπικουφίεις

(너는) 완화시키겠다

ἐπικουφίει

(그는) 완화시키겠다

쌍수 ἐπικουφίειτον

(너희 둘은) 완화시키겠다

ἐπικουφίειτον

(그 둘은) 완화시키겠다

복수 ἐπικουφίουμεν

(우리는) 완화시키겠다

ἐπικουφίειτε

(너희는) 완화시키겠다

ἐπικουφίουσιν*

(그들은) 완화시키겠다

기원법단수 ἐπικουφίοιμι

(나는) 완화시키겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοις

(너는) 완화시키겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοι

(그는) 완화시키겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπικουφίοιτον

(너희 둘은) 완화시키겠기를 (바라다)

ἐπικουφιοίτην

(그 둘은) 완화시키겠기를 (바라다)

복수 ἐπικουφίοιμεν

(우리는) 완화시키겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοιτε

(너희는) 완화시키겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοιεν

(그들은) 완화시키겠기를 (바라다)

부정사 ἐπικουφίειν

완화시킬 것

분사 남성여성중성
ἐπικουφιων

ἐπικουφιουντος

ἐπικουφιουσα

ἐπικουφιουσης

ἐπικουφιουν

ἐπικουφιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικουφίουμαι

(나는) 완화하겠다

ἐπικουφίει, ἐπικουφίῃ

(너는) 완화하겠다

ἐπικουφίειται

(그는) 완화하겠다

쌍수 ἐπικουφίεισθον

(너희 둘은) 완화하겠다

ἐπικουφίεισθον

(그 둘은) 완화하겠다

복수 ἐπικουφιοῦμεθα

(우리는) 완화하겠다

ἐπικουφίεισθε

(너희는) 완화하겠다

ἐπικουφίουνται

(그들은) 완화하겠다

기원법단수 ἐπικουφιοίμην

(나는) 완화하겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοιο

(너는) 완화하겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοιτο

(그는) 완화하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπικουφίοισθον

(너희 둘은) 완화하겠기를 (바라다)

ἐπικουφιοίσθην

(그 둘은) 완화하겠기를 (바라다)

복수 ἐπικουφιοίμεθα

(우리는) 완화하겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοισθε

(너희는) 완화하겠기를 (바라다)

ἐπικουφίοιντο

(그들은) 완화하겠기를 (바라다)

부정사 ἐπικουφίεισθαι

완화할 것

분사 남성여성중성
ἐπικουφιουμενος

ἐπικουφιουμενου

ἐπικουφιουμενη

ἐπικουφιουμενης

ἐπικουφιουμενον

ἐπικουφιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκούφιζον

(나는) 완화시키고 있었다

ἐπεκούφιζες

(너는) 완화시키고 있었다

ἐπεκούφιζεν*

(그는) 완화시키고 있었다

쌍수 ἐπεκουφίζετον

(너희 둘은) 완화시키고 있었다

ἐπεκουφιζέτην

(그 둘은) 완화시키고 있었다

복수 ἐπεκουφίζομεν

(우리는) 완화시키고 있었다

ἐπεκουφίζετε

(너희는) 완화시키고 있었다

ἐπεκούφιζον

(그들은) 완화시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκουφιζόμην

(나는) 완화하고 있었다

ἐπεκουφίζου

(너는) 완화하고 있었다

ἐπεκουφίζετο

(그는) 완화하고 있었다

쌍수 ἐπεκουφίζεσθον

(너희 둘은) 완화하고 있었다

ἐπεκουφιζέσθην

(그 둘은) 완화하고 있었다

복수 ἐπεκουφιζόμεθα

(우리는) 완화하고 있었다

ἐπεκουφίζεσθε

(너희는) 완화하고 있었다

ἐπεκουφίζοντο

(그들은) 완화하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ τάδε βουλεύεσθε ἃ καὶ τῇ ἑορτῇ πρέποντα γένοιτ̓ ἂν καὶ ὑμῖν ἀσφαλέστατα, καὶ ἐπικουφίζετε πολλὴν τὴν πενίαν αὐτοῖσ ἀπ̓ ὀλίγου τελέσματοσ φίλουσ οὐ μεμπτοὺσ ἕξοντεσ. (Lucian, Saturnalia, letter 3 5:6)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 3 5:6)

  • οἱ δὲ δὴ δυνάμενοι μὴ μόνον τὸν ἑαυτῶν οἶκον διοικεῖν, ἀλλὰ καὶ περιποιεῖν ὥστε καὶ τὴν πόλιν κοσμεῖν καὶ τοὺσ φίλουσ ἐπικουφίζειν, πῶσ τούτουσ οὐχὶ βαθεῖσ τε καὶ ἐρρωμένουσ ἄνδρασ χρὴ νομίσαι; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 11 11:4)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 11 11:4)

  • Ἥβη καὶ νεότησ ἐπικουφίζει νόον ἀνδρόσ, πολλῶν δ’ ἐξαίρει θυμὸν ἐσ ἀμπλακίην. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389353)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389353)

  • εἰ δὲ ἠλέουν τοὺσ δημοτικούσ, ὅτε ἦσαν ἐλεεινοί, καὶ καθ̓ ὅσον οἱο͂́ν τε ἦν ἐπικουφίζειν ἐπειρώμην, οὐθέν ἐστι τοῦτο σημεῖον τοῦ πρὸσ ἐκείνουσ ἔχειν οἰκειότερον· (Dio, Chrysostom, Orationes, 5:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 5:1)

  • εὖ γὰρ ἴσθι ὅτι τῶν ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὶ πόνοι οὐχ ὁμοίωσ ἅπτονται ἄρχοντόσ τε ἀνδρὸσ καὶ ἰδιώτου, ἀλλ’ ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺσ πόνουσ τῷ ἄρχοντι καὶ αὐτὸ τὸ εἰδέναι ὅτι οὐ λανθάνει ὅ τι ἂν ποιῇ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 30:8)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 6 30:8)

유의어

  1. 완화시키다

  2. 지지하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION