헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβιβάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβιβάζω καταβιβῶ

형태분석: κατα (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낮추다
  1. to make to go down, bring down, bring down
  2. to bring down by force

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιβάζω

(나는) 낮춘다

καταβιβάζεις

(너는) 낮춘다

καταβιβάζει

(그는) 낮춘다

쌍수 καταβιβάζετον

(너희 둘은) 낮춘다

καταβιβάζετον

(그 둘은) 낮춘다

복수 καταβιβάζομεν

(우리는) 낮춘다

καταβιβάζετε

(너희는) 낮춘다

καταβιβάζουσιν*

(그들은) 낮춘다

접속법단수 καταβιβάζω

(나는) 낮추자

καταβιβάζῃς

(너는) 낮추자

καταβιβάζῃ

(그는) 낮추자

쌍수 καταβιβάζητον

(너희 둘은) 낮추자

καταβιβάζητον

(그 둘은) 낮추자

복수 καταβιβάζωμεν

(우리는) 낮추자

καταβιβάζητε

(너희는) 낮추자

καταβιβάζωσιν*

(그들은) 낮추자

기원법단수 καταβιβάζοιμι

(나는) 낮추기를 (바라다)

καταβιβάζοις

(너는) 낮추기를 (바라다)

καταβιβάζοι

(그는) 낮추기를 (바라다)

쌍수 καταβιβάζοιτον

(너희 둘은) 낮추기를 (바라다)

καταβιβαζοίτην

(그 둘은) 낮추기를 (바라다)

복수 καταβιβάζοιμεν

(우리는) 낮추기를 (바라다)

καταβιβάζοιτε

(너희는) 낮추기를 (바라다)

καταβιβάζοιεν

(그들은) 낮추기를 (바라다)

명령법단수 καταβίβαζε

(너는) 낮추어라

καταβιβαζέτω

(그는) 낮추어라

쌍수 καταβιβάζετον

(너희 둘은) 낮추어라

καταβιβαζέτων

(그 둘은) 낮추어라

복수 καταβιβάζετε

(너희는) 낮추어라

καταβιβαζόντων, καταβιβαζέτωσαν

(그들은) 낮추어라

부정사 καταβιβάζειν

낮추는 것

분사 남성여성중성
καταβιβαζων

καταβιβαζοντος

καταβιβαζουσα

καταβιβαζουσης

καταβιβαζον

καταβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιβάζομαι

(나는) 낮춰진다

καταβιβάζει, καταβιβάζῃ

(너는) 낮춰진다

καταβιβάζεται

(그는) 낮춰진다

쌍수 καταβιβάζεσθον

(너희 둘은) 낮춰진다

καταβιβάζεσθον

(그 둘은) 낮춰진다

복수 καταβιβαζόμεθα

(우리는) 낮춰진다

καταβιβάζεσθε

(너희는) 낮춰진다

καταβιβάζονται

(그들은) 낮춰진다

접속법단수 καταβιβάζωμαι

(나는) 낮춰지자

καταβιβάζῃ

(너는) 낮춰지자

καταβιβάζηται

(그는) 낮춰지자

쌍수 καταβιβάζησθον

(너희 둘은) 낮춰지자

καταβιβάζησθον

(그 둘은) 낮춰지자

복수 καταβιβαζώμεθα

(우리는) 낮춰지자

καταβιβάζησθε

(너희는) 낮춰지자

καταβιβάζωνται

(그들은) 낮춰지자

기원법단수 καταβιβαζοίμην

(나는) 낮춰지기를 (바라다)

καταβιβάζοιο

(너는) 낮춰지기를 (바라다)

καταβιβάζοιτο

(그는) 낮춰지기를 (바라다)

쌍수 καταβιβάζοισθον

(너희 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

καταβιβαζοίσθην

(그 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

복수 καταβιβαζοίμεθα

(우리는) 낮춰지기를 (바라다)

καταβιβάζοισθε

(너희는) 낮춰지기를 (바라다)

καταβιβάζοιντο

(그들은) 낮춰지기를 (바라다)

명령법단수 καταβιβάζου

(너는) 낮춰져라

καταβιβαζέσθω

(그는) 낮춰져라

쌍수 καταβιβάζεσθον

(너희 둘은) 낮춰져라

καταβιβαζέσθων

(그 둘은) 낮춰져라

복수 καταβιβάζεσθε

(너희는) 낮춰져라

καταβιβαζέσθων, καταβιβαζέσθωσαν

(그들은) 낮춰져라

부정사 καταβιβάζεσθαι

낮춰지는 것

분사 남성여성중성
καταβιβαζομενος

καταβιβαζομενου

καταβιβαζομενη

καταβιβαζομενης

καταβιβαζομενον

καταβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβίβαζον

(나는) 낮추고 있었다

κατεβίβαζες

(너는) 낮추고 있었다

κατεβίβαζεν*

(그는) 낮추고 있었다

쌍수 κατεβιβάζετον

(너희 둘은) 낮추고 있었다

κατεβιβαζέτην

(그 둘은) 낮추고 있었다

복수 κατεβιβάζομεν

(우리는) 낮추고 있었다

κατεβιβάζετε

(너희는) 낮추고 있었다

κατεβίβαζον

(그들은) 낮추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβιβαζόμην

(나는) 낮춰지고 있었다

κατεβιβάζου

(너는) 낮춰지고 있었다

κατεβιβάζετο

(그는) 낮춰지고 있었다

쌍수 κατεβιβάζεσθον

(너희 둘은) 낮춰지고 있었다

κατεβιβαζέσθην

(그 둘은) 낮춰지고 있었다

복수 κατεβιβαζόμεθα

(우리는) 낮춰지고 있었다

κατεβιβάζεσθε

(너희는) 낮춰지고 있었다

κατεβιβάζοντο

(그들은) 낮춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ τῆσ φωνῆσ τῆσ πτώσεωσ αὐτοῦ ἐσείσθησαν τὰ ἔθνη, ὅτε κατεβίβαζον αὐτὸν εἰσ ᾅδου μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰσ λάκκον, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἐν γῇ πάντα τὰ ξύλα τῆσ τρυφῆσ καὶ τὰ ἐκλεκτὰ τοῦ Λιβάνου, πάντα τὰ πίνοντα ὕδωρ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 31:16)

    (70인역 성경, 에제키엘서 31:16)

  • "ὅπωσ δὲ καὶ τὸ πλῆθοσ τῶν λόγων θαυμάζωσιν, ἀπὸ τῶν Ἰλιακῶν ἀρξάμενοσ ἢ καὶ νὴ Δία ἀπὸ τῶν Δευκαλίωνοσ καὶ Πύρρασ γάμων, ἢν δοκῇ, καταβίβαζε τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:40)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:40)

  • αὐτὴν οὖν ἀποθανεῖν μηχανώμενοι δι’ αὑτῆσ, κατεβίβαζον ὑπὸ γῆν εἰσ οἴκημα πεποιημένον, ὅπου καὶ λύχνοσ ἔκειτο καιόμενοσ καὶ ἄρτοσ καὶ γάλακτόσ τι καὶ ὕδατοσ εἶτα γῇ τὸ οἴκημα κατέκρυπτον ἄνωθεν. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 96 1:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 96 1:3)

  • καταβιβάζω δὲ τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου τὴν γενομένην ἐνιαυτῷ τρίτῳ τῆσ ὀγδόησ καὶ εἰκοστῆσ ἐπὶ ταῖσ ἑκατὸν ὀλυμπιάσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 8 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 8 2:1)

  • κἀκεῖνοσ πολλὰ ἐπαινέσασ αὐτοὺσ καταβιβάζει τ’ ἀπὸ τῶν ἵππων, καὶ σὺν ἑαυτῷ τεταγμένουσ εἶχεν ἐπισκόπουσ τε καὶ ἐπανορθωτὰσ τοῦ κάμνοντοσ ἐσομένουσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 67 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 67 5:1)

유의어

  1. 낮추다

  2. to bring down by force

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION