- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερβιβάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: hyperbibazō 고전 발음: [휘뻬비바도:] 신약 발음: [위빼비바조]

기본형: ὑπερβιβάζω ὑπερβιβῶ

형태분석: ὑπερ (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Causal of ὑπερβαίνω

  1. to carry over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβιβάζω

ὑπερβιβάζεις

ὑπερβιβάζει

쌍수 ὑπερβιβάζετον

ὑπερβιβάζετον

복수 ὑπερβιβάζομεν

ὑπερβιβάζετε

ὑπερβιβάζουσι(ν)

접속법단수 ὑπερβιβάζω

ὑπερβιβάζῃς

ὑπερβιβάζῃ

쌍수 ὑπερβιβάζητον

ὑπερβιβάζητον

복수 ὑπερβιβάζωμεν

ὑπερβιβάζητε

ὑπερβιβάζωσι(ν)

기원법단수 ὑπερβιβάζοιμι

ὑπερβιβάζοις

ὑπερβιβάζοι

쌍수 ὑπερβιβάζοιτον

ὑπερβιβαζοίτην

복수 ὑπερβιβάζοιμεν

ὑπερβιβάζοιτε

ὑπερβιβάζοιεν

명령법단수 ὑπερβίβαζε

ὑπερβιβαζέτω

쌍수 ὑπερβιβάζετον

ὑπερβιβαζέτων

복수 ὑπερβιβάζετε

ὑπερβιβαζόντων, ὑπερβιβαζέτωσαν

부정사 ὑπερβιβάζειν

분사 남성여성중성
ὑπερβιβαζων

ὑπερβιβαζοντος

ὑπερβιβαζουσα

ὑπερβιβαζουσης

ὑπερβιβαζον

ὑπερβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβιβάζομαι

ὑπερβιβάζει, ὑπερβιβάζῃ

ὑπερβιβάζεται

쌍수 ὑπερβιβάζεσθον

ὑπερβιβάζεσθον

복수 ὑπερβιβαζόμεθα

ὑπερβιβάζεσθε

ὑπερβιβάζονται

접속법단수 ὑπερβιβάζωμαι

ὑπερβιβάζῃ

ὑπερβιβάζηται

쌍수 ὑπερβιβάζησθον

ὑπερβιβάζησθον

복수 ὑπερβιβαζώμεθα

ὑπερβιβάζησθε

ὑπερβιβάζωνται

기원법단수 ὑπερβιβαζοίμην

ὑπερβιβάζοιο

ὑπερβιβάζοιτο

쌍수 ὑπερβιβάζοισθον

ὑπερβιβαζοίσθην

복수 ὑπερβιβαζοίμεθα

ὑπερβιβάζοισθε

ὑπερβιβάζοιντο

명령법단수 ὑπερβιβάζου

ὑπερβιβαζέσθω

쌍수 ὑπερβιβάζεσθον

ὑπερβιβαζέσθων

복수 ὑπερβιβάζεσθε

ὑπερβιβαζέσθων, ὑπερβιβαζέσθωσαν

부정사 ὑπερβιβάζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπερβιβαζομενος

ὑπερβιβαζομενου

ὑπερβιβαζομενη

ὑπερβιβαζομενης

ὑπερβιβαζομενον

ὑπερβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION