- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξυπνίζω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: exypnizō 고전 발음: [엑쉽니도:] 신약 발음: [액쉬니조]

기본형: ἐξυπνίζω ἐξυπνίσω ἐξύπνισα ἐξύπνικα ἐξύπνισμαι ἐξυπνίσθην

형태분석: ἐξ (접두사) + ὑπνίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ὕπνος

  1. 깨우다
  1. I wake

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνίζω

(나는) 깨운다

ἐξυπνίζεις

(너는) 깨운다

ἐξυπνίζει

(그는) 깨운다

쌍수 ἐξυπνίζετον

(너희 둘은) 깨운다

ἐξυπνίζετον

(그 둘은) 깨운다

복수 ἐξυπνίζομεν

(우리는) 깨운다

ἐξυπνίζετε

(너희는) 깨운다

ἐξυπνίζουσι(ν)

(그들은) 깨운다

접속법단수 ἐξυπνίζω

(나는) 깨우자

ἐξυπνίζῃς

(너는) 깨우자

ἐξυπνίζῃ

(그는) 깨우자

쌍수 ἐξυπνίζητον

(너희 둘은) 깨우자

ἐξυπνίζητον

(그 둘은) 깨우자

복수 ἐξυπνίζωμεν

(우리는) 깨우자

ἐξυπνίζητε

(너희는) 깨우자

ἐξυπνίζωσι(ν)

(그들은) 깨우자

기원법단수 ἐξυπνίζοιμι

(나는) 깨우기를 (바라다)

ἐξυπνίζοις

(너는) 깨우기를 (바라다)

ἐξυπνίζοι

(그는) 깨우기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίζοιτον

(너희 둘은) 깨우기를 (바라다)

ἐξυπνιζοίτην

(그 둘은) 깨우기를 (바라다)

복수 ἐξυπνίζοιμεν

(우리는) 깨우기를 (바라다)

ἐξυπνίζοιτε

(너희는) 깨우기를 (바라다)

ἐξυπνίζοιεν

(그들은) 깨우기를 (바라다)

명령법단수 ἐξύπνιζε

(너는) 깨우어라

ἐξυπνιζέτω

(그는) 깨우어라

쌍수 ἐξυπνίζετον

(너희 둘은) 깨우어라

ἐξυπνιζέτων

(그 둘은) 깨우어라

복수 ἐξυπνίζετε

(너희는) 깨우어라

ἐξυπνιζόντων, ἐξυπνιζέτωσαν

(그들은) 깨우어라

부정사 ἐξυπνίζειν

깨우는 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνιζων

ἐξυπνιζοντος

ἐξυπνιζουσα

ἐξυπνιζουσης

ἐξυπνιζον

ἐξυπνιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνίζομαι

(나는) 깨워진다

ἐξυπνίζει, ἐξυπνίζῃ

(너는) 깨워진다

ἐξυπνίζεται

(그는) 깨워진다

쌍수 ἐξυπνίζεσθον

(너희 둘은) 깨워진다

ἐξυπνίζεσθον

(그 둘은) 깨워진다

복수 ἐξυπνιζόμεθα

(우리는) 깨워진다

ἐξυπνίζεσθε

(너희는) 깨워진다

ἐξυπνίζονται

(그들은) 깨워진다

접속법단수 ἐξυπνίζωμαι

(나는) 깨워지자

ἐξυπνίζῃ

(너는) 깨워지자

ἐξυπνίζηται

(그는) 깨워지자

쌍수 ἐξυπνίζησθον

(너희 둘은) 깨워지자

ἐξυπνίζησθον

(그 둘은) 깨워지자

복수 ἐξυπνιζώμεθα

(우리는) 깨워지자

ἐξυπνίζησθε

(너희는) 깨워지자

ἐξυπνίζωνται

(그들은) 깨워지자

기원법단수 ἐξυπνιζοίμην

(나는) 깨워지기를 (바라다)

ἐξυπνίζοιο

(너는) 깨워지기를 (바라다)

ἐξυπνίζοιτο

(그는) 깨워지기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίζοισθον

(너희 둘은) 깨워지기를 (바라다)

ἐξυπνιζοίσθην

(그 둘은) 깨워지기를 (바라다)

복수 ἐξυπνιζοίμεθα

(우리는) 깨워지기를 (바라다)

ἐξυπνίζοισθε

(너희는) 깨워지기를 (바라다)

ἐξυπνίζοιντο

(그들은) 깨워지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξυπνίζου

(너는) 깨워져라

ἐξυπνιζέσθω

(그는) 깨워져라

쌍수 ἐξυπνίζεσθον

(너희 둘은) 깨워져라

ἐξυπνιζέσθων

(그 둘은) 깨워져라

복수 ἐξυπνίζεσθε

(너희는) 깨워져라

ἐξυπνιζέσθων, ἐξυπνιζέσθωσαν

(그들은) 깨워져라

부정사 ἐξυπνίζεσθαι

깨워지는 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνιζομενος

ἐξυπνιζομενου

ἐξυπνιζομενη

ἐξυπνιζομενης

ἐξυπνιζομενον

ἐξυπνιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνίσω

(나는) 깨우겠다

ἐξυπνίσεις

(너는) 깨우겠다

ἐξυπνίσει

(그는) 깨우겠다

쌍수 ἐξυπνίσετον

(너희 둘은) 깨우겠다

ἐξυπνίσετον

(그 둘은) 깨우겠다

복수 ἐξυπνίσομεν

(우리는) 깨우겠다

ἐξυπνίσετε

(너희는) 깨우겠다

ἐξυπνίσουσι(ν)

(그들은) 깨우겠다

기원법단수 ἐξυπνίσοιμι

(나는) 깨우겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοις

(너는) 깨우겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοι

(그는) 깨우겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίσοιτον

(너희 둘은) 깨우겠기를 (바라다)

ἐξυπνισοίτην

(그 둘은) 깨우겠기를 (바라다)

복수 ἐξυπνίσοιμεν

(우리는) 깨우겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοιτε

(너희는) 깨우겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοιεν

(그들은) 깨우겠기를 (바라다)

부정사 ἐξυπνίσειν

깨울 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνισων

ἐξυπνισοντος

ἐξυπνισουσα

ἐξυπνισουσης

ἐξυπνισον

ἐξυπνισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνίσομαι

(나는) 깨워지겠다

ἐξυπνίσει, ἐξυπνίσῃ

(너는) 깨워지겠다

ἐξυπνίσεται

(그는) 깨워지겠다

쌍수 ἐξυπνίσεσθον

(너희 둘은) 깨워지겠다

ἐξυπνίσεσθον

(그 둘은) 깨워지겠다

복수 ἐξυπνισόμεθα

(우리는) 깨워지겠다

ἐξυπνίσεσθε

(너희는) 깨워지겠다

ἐξυπνίσονται

(그들은) 깨워지겠다

기원법단수 ἐξυπνισοίμην

(나는) 깨워지겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοιο

(너는) 깨워지겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοιτο

(그는) 깨워지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίσοισθον

(너희 둘은) 깨워지겠기를 (바라다)

ἐξυπνισοίσθην

(그 둘은) 깨워지겠기를 (바라다)

복수 ἐξυπνισοίμεθα

(우리는) 깨워지겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοισθε

(너희는) 깨워지겠기를 (바라다)

ἐξυπνίσοιντο

(그들은) 깨워지겠기를 (바라다)

부정사 ἐξυπνίσεσθαι

깨워질 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνισομενος

ἐξυπνισομενου

ἐξυπνισομενη

ἐξυπνισομενης

ἐξυπνισομενον

ἐξυπνισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῦπνιζον

(나는) 깨우고 있었다

ἐξῦπνιζες

(너는) 깨우고 있었다

ἐξῦπνιζε(ν)

(그는) 깨우고 있었다

쌍수 ἐξύπνιζετον

(너희 둘은) 깨우고 있었다

ἐξυπνῖζετην

(그 둘은) 깨우고 있었다

복수 ἐξύπνιζομεν

(우리는) 깨우고 있었다

ἐξύπνιζετε

(너희는) 깨우고 있었다

ἐξῦπνιζον

(그들은) 깨우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνῖζομην

(나는) 깨워지고 있었다

ἐξύπνιζου

(너는) 깨워지고 있었다

ἐξύπνιζετο

(그는) 깨워지고 있었다

쌍수 ἐξύπνιζεσθον

(너희 둘은) 깨워지고 있었다

ἐξυπνῖζεσθην

(그 둘은) 깨워지고 있었다

복수 ἐξυπνῖζομεθα

(우리는) 깨워지고 있었다

ἐξύπνιζεσθε

(너희는) 깨워지고 있었다

ἐξύπνιζοντο

(그들은) 깨워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῦπνισα

(나는) 깨우었다

ἐξῦπνισας

(너는) 깨우었다

ἐξῦπνισε(ν)

(그는) 깨우었다

쌍수 ἐξύπνισατον

(너희 둘은) 깨우었다

ἐξυπνῖσατην

(그 둘은) 깨우었다

복수 ἐξύπνισαμεν

(우리는) 깨우었다

ἐξύπνισατε

(너희는) 깨우었다

ἐξῦπνισαν

(그들은) 깨우었다

접속법단수 ἐξυπνίσω

(나는) 깨우었자

ἐξυπνίσῃς

(너는) 깨우었자

ἐξυπνίσῃ

(그는) 깨우었자

쌍수 ἐξυπνίσητον

(너희 둘은) 깨우었자

ἐξυπνίσητον

(그 둘은) 깨우었자

복수 ἐξυπνίσωμεν

(우리는) 깨우었자

ἐξυπνίσητε

(너희는) 깨우었자

ἐξυπνίσωσι(ν)

(그들은) 깨우었자

기원법단수 ἐξυπνίσαιμι

(나는) 깨우었기를 (바라다)

ἐξυπνίσαις

(너는) 깨우었기를 (바라다)

ἐξυπνίσαι

(그는) 깨우었기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίσαιτον

(너희 둘은) 깨우었기를 (바라다)

ἐξυπνισαίτην

(그 둘은) 깨우었기를 (바라다)

복수 ἐξυπνίσαιμεν

(우리는) 깨우었기를 (바라다)

ἐξυπνίσαιτε

(너희는) 깨우었기를 (바라다)

ἐξυπνίσαιεν

(그들은) 깨우었기를 (바라다)

명령법단수 ἐξύπνισον

(너는) 깨우었어라

ἐξυπνισάτω

(그는) 깨우었어라

쌍수 ἐξυπνίσατον

(너희 둘은) 깨우었어라

ἐξυπνισάτων

(그 둘은) 깨우었어라

복수 ἐξυπνίσατε

(너희는) 깨우었어라

ἐξυπνισάντων

(그들은) 깨우었어라

부정사 ἐξυπνίσαι

깨우었는 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνισας

ἐξυπνισαντος

ἐξυπνισασα

ἐξυπνισασης

ἐξυπνισαν

ἐξυπνισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξυπνῖσαμην

(나는) 깨워졌다

ἐξύπνισω

(너는) 깨워졌다

ἐξύπνισατο

(그는) 깨워졌다

쌍수 ἐξύπνισασθον

(너희 둘은) 깨워졌다

ἐξυπνῖσασθην

(그 둘은) 깨워졌다

복수 ἐξυπνῖσαμεθα

(우리는) 깨워졌다

ἐξύπνισασθε

(너희는) 깨워졌다

ἐξύπνισαντο

(그들은) 깨워졌다

접속법단수 ἐξυπνίσωμαι

(나는) 깨워졌자

ἐξυπνίσῃ

(너는) 깨워졌자

ἐξυπνίσηται

(그는) 깨워졌자

쌍수 ἐξυπνίσησθον

(너희 둘은) 깨워졌자

ἐξυπνίσησθον

(그 둘은) 깨워졌자

복수 ἐξυπνισώμεθα

(우리는) 깨워졌자

ἐξυπνίσησθε

(너희는) 깨워졌자

ἐξυπνίσωνται

(그들은) 깨워졌자

기원법단수 ἐξυπνισαίμην

(나는) 깨워졌기를 (바라다)

ἐξυπνίσαιο

(너는) 깨워졌기를 (바라다)

ἐξυπνίσαιτο

(그는) 깨워졌기를 (바라다)

쌍수 ἐξυπνίσαισθον

(너희 둘은) 깨워졌기를 (바라다)

ἐξυπνισαίσθην

(그 둘은) 깨워졌기를 (바라다)

복수 ἐξυπνισαίμεθα

(우리는) 깨워졌기를 (바라다)

ἐξυπνίσαισθε

(너희는) 깨워졌기를 (바라다)

ἐξυπνίσαιντο

(그들은) 깨워졌기를 (바라다)

명령법단수 ἐξύπνισαι

(너는) 깨워졌어라

ἐξυπνισάσθω

(그는) 깨워졌어라

쌍수 ἐξυπνίσασθον

(너희 둘은) 깨워졌어라

ἐξυπνισάσθων

(그 둘은) 깨워졌어라

복수 ἐξυπνίσασθε

(너희는) 깨워졌어라

ἐξυπνισάσθων

(그들은) 깨워졌어라

부정사 ἐξυπνίσεσθαι

깨워졌는 것

분사 남성여성중성
ἐξυπνισαμενος

ἐξυπνισαμενου

ἐξυπνισαμενη

ἐξυπνισαμενης

ἐξυπνισαμενον

ἐξυπνισαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ τῆς γεράνου σοφὸν ἡ τοῦ λίθου περίδραξις, ὅπως προϊεμένη πυκνὸν ἐξυπνίζηται. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 29 2:2)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 29 2:2)

  • ταῦτα εἶπεν, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. (, chapter 6 294:1)

    (, chapter 6 294:1)

유의어

  1. 깨우다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION