ὕπνος
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὕπνος
ὕπνου
형태분석:
ὑπν
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 잠, 눈꼽
- 죽음, 사망
- sleep
- death
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐγενόμην τῆσ ἡμέρασ συγκαιόμενοσ τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆσ νυκτόσ, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνοσ μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου. (Septuagint, Liber Genesis 31:40)
(70인역 성경, 창세기 31:40)
- καὶ ἐκάλεσε πάντασ τοὺσ φίλουσ αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸσ αὐτούσ. ἀφίσταται ὁ ὕπνοσ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ συμπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆσ μερίμνησ, (Septuagint, Liber Maccabees I 6:10)
(70인역 성경, Liber Maccabees I 6:10)
- οὐ γὰρ μὴ ὑπνώσωσιν, ἐὰν μὴ κακοποιήσωσιν, ἀφῄρηται ὁ ὕπνοσ αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶνται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 4:15)
(70인역 성경, 잠언 4:15)
- γλυκὺσ ὕπνοσ τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ φάγεται. καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 5:11)
(70인역 성경, 코헬렛 5:11)
- μέριμνα ἀγρυπνίασ ἀπαιτήσει νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνοσ. (Septuagint, Liber Sirach 31:2)
(70인역 성경, Liber Sirach 31:2)
유의어
-
잠
-
죽음
- θάνατος (죽음, 사망)
- φθορᾱ́ (죽음, 사망)
- φόνος (죽음, 사망)
- ἔξοδος (죽음, 사망)
- θανάτωσις (a putting to death)
- λιθοκτονία (death by stoning)
- ᾍδης (죽음, 사망, 사신)
- φθορᾱ́ ( loss by death)
- καταφθορά (죽음, 파괴, 사망)
- μόρος (죽음, 사망, 사신)