- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄνειρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: oneiros 고전 발음: [오네] 신약 발음: [오니로]

기본형: ὄνειρος ὀνείρου

형태분석: ὀνειρ (어간) + ος (어미)

어원: pl. ὄνειρα, but the metaph. form ὀνείρατα as if from ὄνειραρ was more common in nom. and acc.; so, gen. ὀνειράτων, dat. -ασι; also in sg., gen ὀνείρατος, dat. ὀνείρατι

  1. 꿈, 꿈을
  1. dream
  2. anything which is dreamlike, unreal, fleeting

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄνειρος

꿈이

ὀνείρω

꿈들이

ὄνειροι

꿈들이

속격 ὀνείρου

꿈의

ὀνείροιν

꿈들의

ὀνείρων

꿈들의

여격 ὀνείρῳ

꿈에게

ὀνείροιν

꿈들에게

ὀνείροις

꿈들에게

대격 ὄνειρον

꿈을

ὀνείρω

꿈들을

ὀνείρους

꿈들을

호격 ὄνειρε

꿈아

ὀνείρω

꿈들아

ὄνειροι

꿈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τότε παραχρῆμα φαντασίαι μὲν ὀνείρων δεινῶς ἐξετάραξαν αὐτούς, φόβοι δὲ ἐπέστησαν ἀδόκητοι, (Septuagint, Liber Sapientiae 18:17)

    (70인역 성경, 지혜서 18:17)

  • ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴς ὡς ἀληθῶς Ἐλεάζαρος, ὥσπερ ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενος κατ οὐδένα τρόπον μετετρέπετο, (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:5)

  • δοιὰς δὲ πύλας ὠίξεν ὀνείρων, τὴν μὲν ἀληθείης - κεράων ἀπελάμπετο κόσμος - ἔνθεν ἀναθρῴσκουσι θεῶν νημερτέες ὀμφαί, τὴν δὲ δολοφροσύνης, κενεῶν θρέπτειραν ὀνείρων. (Colluthus, Rape of Helen, book 1158)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1158)

  • ἡ μὲν ἀλητεύουσα δολοφροσύνῃσιν ὀνείρων μητέρα παπταίνειν ὠίσατο, τοῖα δὲ κούρη ἰάχε θαμβήσασα καὶ ἀχνυμένη περ ἐοῦσα: (Colluthus, Rape of Helen, book 1187)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1187)

  • ἵνα γὰρ καθ Ὅμηρον εἴπω, θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος ἀμβροσίην διὰ νύκτα, ἐναργὴς οὕτως ὥστε μηδὲν ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 5:3)

  • "χειμερινὸς ὄνειρος, ὅτε μήκισταὶ εἰσιν αἱ νύκτες, ἢ τάχα που τριέσπερος, ὥσπερ ὁ Ἡρακλῆς, καὶ αὐτός ἐστι. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 13:2)

  • ἀλλὰ μὴ ὄνειρος καὶ ταῦτά ἐστιν, ἀλεκτρυὼν οὕτω πρὸς ἐμὲ διαλεγόμενος· (Lucian, Gallus, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 3:1)

  • οὕτω μοι πολὺ τὸ μέλι ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ὁ ὄνειρος καταλιπὼν ᾤχετο, ὡς μόγις ἀνοίγειν τὰ βλέφαρα ὑπ αὐτοῦ εἰς ὕπνον αὖθις κατασπώμενα. (Lucian, Gallus, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 6:2)

  • νῦν δὲ πρότερος εἰπέ, ὡς μάθω εἴτε διὰ τῶν ἐλεφαντίνων πυλῶν εἴτε διὰ τῶν κερατίνων σοι ὁ ὄνειρος ἧκε πετόμενος. (Lucian, Gallus, (no name) 6:9)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 6:9)

유의어

  1. anything which is dreamlike

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION