헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄνειρος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄνειρος ὀνείρου

형태분석: ὀνειρ (어간) + ος (어미)

어원: pl. o)/neira, but the metaph. form o)nei/rata as if from o)/neirar was more common in nom. and acc.; so, gen. o)neira/twn, dat. -asi; also in sg., gen o)nei/ratos, dat. o)nei/rati

  1. 꿈, 꿈을
  1. dream
  2. anything which is dreamlike, unreal, fleeting

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄνειρος

꿈이

ὀνείρω

꿈들이

ό̓νειροι

꿈들이

속격 ὀνείρου

꿈의

ὀνείροιν

꿈들의

ὀνείρων

꿈들의

여격 ὀνείρῳ

꿈에게

ὀνείροιν

꿈들에게

ὀνείροις

꿈들에게

대격 ό̓νειρον

꿈을

ὀνείρω

꿈들을

ὀνείρους

꿈들을

호격 ό̓νειρε

꿈아

ὀνείρω

꿈들아

ό̓νειροι

꿈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴσ ὡσ ἀληθῶσ Ἐλεάζαροσ, ὥσπερ ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενοσ κατ’ οὐδένα τρόπον μετετρέπετο, (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:5)

  • ἀλλὰ σέ, κάκιστε ἀλεκτρυών, ὁ Ζεὺσ αὐτὸσ ἐπιτρίψειε φθονερὸν οὕτω καὶ ὀξύφωνον ὄντα, ὃσ με πλουτοῦντα καὶ ἡδίστῳ ὀνείρῳ συνόντα καὶ θαυμαστὴν εὐδαιμονίαν εὐδαιμονοῦντα διάτορόν τι καὶ γεγωνὸσ ἀναβοήσασ ἐπήγειρασ, ὡσ μηδὲ νύκτωρ γοῦν τὴν πολὺ σοῦ μιαρωτέραν πενίαν διαφύγοιμι. (Lucian, Gallus, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 1:1)

  • ἐγὼ δὲ τὴν ἐσθῆτα τὴν ἐκείνου ἔχων καὶ δακτυλίουσ βαρεῖσ ὅσον ἑκκαίδεκα ἐξημμένοσ τῶν δακτύλων ἐκέλευον ἑστίασίν τινα λαμπρὰν εὐτρεπισθῆναι ἐσ ὑποδοχὴν τῶν φίλων οἱ δέ, ὡσ ἐν ὀνείρῳ εἰκόσ, ἤδη παρῆσαν καὶ τὸ δεῖπνον εἰσεκομίζετο καὶ ὁ πότοσ συνεκροτεῖτο. (Lucian, Gallus, (no name) 12:4)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 12:4)

  • ἀλλὰ σύ, ὦ φιλότησ, μὴ πάθῃσ αὐτὸ πρὸσ ἐμέ, εἴ σε θησαυροὺσ ἀνορύττοντα καὶ πετόμενον καί τινασ ἐννοίασ ὑπερφυεῖσ ἐννοοῦντα καί τινασ ἐλπίδασ ἀνεφίκτουσ ἐλπίζοντα φίλοσ ὢν οὐ περιεῖδον διὰ παντὸσ τοῦ βίου ὀνείρῳ ἡδεῖ μὲν ἴσωσ, ἀτὰρ ὀνείρῳ γε συνόντα, διαναστάντα δὲ ἀξιῶ πράττειν τι τῶν ἀναγκαίων καὶ ὅ σε παραπέμψει ἐσ τὸ λοιπον τοῦ βίου τὰ κοινὰ ταῦτα φρονοῦντα· (Lucian, 148:1)

    (루키아노스, 148:1)

유의어

  1. anything which is dreamlike

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION