φάσμα?
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: phasma
고전 발음: [파스마]
신약 발음: [파스마]
기본형:
φάσμα
φάσματος
형태분석:
φασματ
(어간)
뜻
- 유령, 허깨비, 전망, 환상, 환영
- 조짐, 전조, 징조, 싹
- 요괴, 괴물, 야수, 괴수
- an apparition, phantom, the spectral appearance, a vision
- a sign from heaven, portent, omen
- a monster, prodigy, a monster
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ ἢ ἐν φάσματι δείξει Κύριος, καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καταπίεται αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς σκηνὰς αὐτῶν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς, καὶ καταβήσονται ζῶντες εἰς ᾅδου, καὶ γνώσεσθε, ὅτι παρώξυναν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι τὸν Κύριον. (Septuagint, Liber Numeri 16:30)
(70인역 성경, 민수기 16:30)
- ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ φάσμα νυκτερινόν. (Septuagint, Liber Iob 20:8)
(70인역 성경, 욥기 20:8)
- οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:4)
(70인역 성경, 지혜서 17:4)
- οὗτοι γὰρ οἴνω πεπλανημένοι εἰσίν, ἐπλανήθησαν διὰ τὸ σίκερα. ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐξέστησαν διὰ τὸ σίκερα, κατεπόθησαν διὰ τὸν οἶνον, ἐσείσθησαν ἀπὸ τῆς μέθης, ἐπλανήθησαν. τοῦτ᾿ ἔστι φάσμα. (Septuagint, Liber Isaiae 28:7)
(70인역 성경, 이사야서 28:7)
- τὸ γὰρ πάντων ἀτοπώτατον, κρᾶσίν τινα παράδοξον κέκραμαι καὶ οὔτε πεζός εἰμι οὔτε ἐπὶ τῶν μέτρων βέβηκα, ἀλλὰ ἱπποκενταύρου δίκην σύνθετόν τι καὶ ξένον φάσμα τοῖς ἀκούουσι δοκῶ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)
- οὔ με παρέβα φάσμα μελανόπτερον, τὰν ἐσεῖδον ἀμφὶ σέ, ὦ τέκνον, οὐκέτ ὄντα Διὸς ἐν φάει. (Euripides, Hecuba, episode, lyric2)
(에우리피데스, Hecuba, episode, lyric2)
- κἂν εἰ μύοντι γάρ σοι προσελθὼν εἴποι τι, τὸ Ὑμήττιον ἐκεῖνο ἀνοίξας στόμα, καὶ τὴν συνήθη φωνὴν ἀφείη μάθοις ἂν ὡς οὐχὶ τῶν καθ ἡμᾶς ἐστιν, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδομεν, ἀλλὰ τι ξένον φάσμα δρόσῳ ἢ ἀμβροσίᾳ τρεφόμενον. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 11:3)
(루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 11:3)