- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φάσμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: phasma 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φάσμα φάσματος

형태분석: φασματ (어간)

  1. 유령, 허깨비, 전망, 환상, 환영
  2. 조짐, 전조, 징조, 싹
  3. 요괴, 괴물, 야수, 괴수
  1. an apparition, phantom, the spectral appearance, a vision
  2. a sign from heaven, portent, omen
  3. a monster, prodigy, a monster

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φάσμα

유령이

φάσματε

유령들이

φάσματα

유령들이

속격 φάσματος

유령의

φασμάτοιν

유령들의

φασμάτων

유령들의

여격 φάσματι

유령에게

φασμάτοιν

유령들에게

φάσμασι(ν)

유령들에게

대격 φάσμα

유령을

φάσματε

유령들을

φάσματα

유령들을

호격 φάσμα

유령아

φάσματε

유령들아

φάσματα

유령들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἢ ἐν φάσματι δείξει Κύριος, καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καταπίεται αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς σκηνὰς αὐτῶν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς, καὶ καταβήσονται ζῶντες εἰς ᾅδου, καὶ γνώσεσθε, ὅτι παρώξυναν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι τὸν Κύριον. (Septuagint, Liber Numeri 16:30)

    (70인역 성경, 민수기 16:30)

  • ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ φάσμα νυκτερινόν. (Septuagint, Liber Iob 20:8)

    (70인역 성경, 욥기 20:8)

  • οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:4)

    (70인역 성경, 지혜서 17:4)

  • οὗτοι γὰρ οἴνω πεπλανημένοι εἰσίν, ἐπλανήθησαν διὰ τὸ σίκερα. ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐξέστησαν διὰ τὸ σίκερα, κατεπόθησαν διὰ τὸν οἶνον, ἐσείσθησαν ἀπὸ τῆς μέθης, ἐπλανήθησαν. τοῦτ᾿ ἔστι φάσμα. (Septuagint, Liber Isaiae 28:7)

    (70인역 성경, 이사야서 28:7)

  • τὸ γὰρ πάντων ἀτοπώτατον, κρᾶσίν τινα παράδοξον κέκραμαι καὶ οὔτε πεζός εἰμι οὔτε ἐπὶ τῶν μέτρων βέβηκα, ἀλλὰ ἱπποκενταύρου δίκην σύνθετόν τι καὶ ξένον φάσμα τοῖς ἀκούουσι δοκῶ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)

  • οὔ με παρέβα φάσμα μελανόπτερον, τὰν ἐσεῖδον ἀμφὶ σέ, ὦ τέκνον, οὐκέτ ὄντα Διὸς ἐν φάει. (Euripides, Hecuba, episode, lyric2)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric2)

  • κἂν εἰ μύοντι γάρ σοι προσελθὼν εἴποι τι, τὸ Ὑμήττιον ἐκεῖνο ἀνοίξας στόμα, καὶ τὴν συνήθη φωνὴν ἀφείη μάθοις ἂν ὡς οὐχὶ τῶν καθ ἡμᾶς ἐστιν, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδομεν, ἀλλὰ τι ξένον φάσμα δρόσῳ ἢ ἀμβροσίᾳ τρεφόμενον. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 11:3)

유의어

  1. 유령

  2. 조짐

  3. 요괴

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION