- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕπνος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: hypnos 고전 발음: [휩노] 신약 발음: []

기본형: ὕπνος ὕπνου

형태분석: ὑπν (어간) + ος (어미)

  1. 잠, 눈꼽
  2. 죽음, 사망
  1. sleep
  2. death

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕπνος

잠이

ὕπνω

잠들이

ὕπνοι

잠들이

속격 ὕπνου

잠의

ὕπνοιν

잠들의

ὕπνων

잠들의

여격 ὕπνῳ

잠에게

ὕπνοιν

잠들에게

ὕπνοις

잠들에게

대격 ὕπνον

잠을

ὕπνω

잠들을

ὕπνους

잠들을

호격 ὕπνε

잠아

ὕπνω

잠들아

ὕπνοι

잠들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν. ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί. (Septuagint, Liber Genesis 20:3)

    (70인역 성경, 창세기 20:3)

  • καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα, καὶ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ, καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διάλευκοι καὶ ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ραντοί. (Septuagint, Liber Genesis 31:10)

    (70인역 성경, 창세기 31:10)

  • καὶ διηγήσατο ὁ ἀρχιοινοχόος τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ τῷ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν. ἐν τῷ ὕπνῳ μου ἦν ἄμπελος ἐναντίον μου. (Septuagint, Liber Genesis 40:9)

    (70인역 성경, 창세기 40:9)

  • ἐλάλησε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσὴφ λέγων. ἐν τῷ ὕπνῳ μου ᾤμην ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, (Septuagint, Liber Genesis 41:17)

    (70인역 성경, 창세기 41:17)

  • καὶ εἶδον πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ μου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν πυθμένι ἑνὶ πλήρεις καὶ καλοί. (Septuagint, Liber Genesis 41:22)

    (70인역 성경, 창세기 41:22)

유의어

  1. 죽음

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION