헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕπνος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὕπνος ὕπνου

형태분석: ὑπν (어간) + ος (어미)

  1. 잠, 눈꼽
  2. 죽음, 사망
  1. sleep
  2. death

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕπνος

잠이

ύ̔πνω

잠들이

ύ̔πνοι

잠들이

속격 ύ̔πνου

잠의

ύ̔πνοιν

잠들의

ύ̔πνων

잠들의

여격 ύ̔πνῳ

잠에게

ύ̔πνοιν

잠들에게

ύ̔πνοις

잠들에게

대격 ύ̔πνον

잠을

ύ̔πνω

잠들을

ύ̔πνους

잠들을

호격 ύ̔πνε

잠아

ύ̔πνω

잠들아

ύ̔πνοι

잠들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐξηγέρθη Ἰακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν. ὅτι ἔστι Κύριοσ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν. (Septuagint, Liber Genesis 28:16)

    (70인역 성경, 창세기 28:16)

  • καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰσ ἑπτὰ σειρὰσ τῆσ κεφαλῆσ αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰσ τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν. ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματοσ ἐκ τοῦ τοίχου. (Septuagint, Liber Iudicum 16:14)

    (70인역 성경, 판관기 16:14)

  • καὶ εἶπε Δαλιδά. ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν. ἐξελεύσομαι ὡσ ἅπαξ καὶ ἅπαξ καὶ ἐκτιναχθήσομαι. καὶ αὐτὸσ οὐκ ἔγνω ὅτι ὁ Κύριοσ ἀπέστη ἀπάνωθεν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 16:20)

    (70인역 성경, 판관기 16:20)

  • τὸ δὲ ἀπ̓ αἰῶνοσ χρόνου κτίσμα καλὸν ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ χαριζομένου πᾶσιν, οἷσ ἂν αὐτὸσ θελήσῃ, ὕπνου μέροσ ἀπέστειλε πρὸσ τὸν βασιλέα, (Septuagint, Liber Maccabees III 5:11)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:11)

  • ἄνθρωποσ δὲ κοιμηθεὶσ οὐ μὴ ἀναστῇ, ἕωσ ἂν ὁ οὐρανὸσ οὐ μὴ συρραφῇ. καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iob 14:12)

    (70인역 성경, 욥기 14:12)

유의어

  1. 죽음

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION