- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕπνος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: hypnos 고전 발음: [휩노] 신약 발음: []

기본형: ὕπνος ὕπνου

형태분석: ὑπν (어간) + ος (어미)

  1. 잠, 눈꼽
  2. 죽음, 사망
  1. sleep
  2. death

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕπνος

잠이

ὕπνω

잠들이

ὕπνοι

잠들이

속격 ὕπνου

잠의

ὕπνοιν

잠들의

ὕπνων

잠들의

여격 ὕπνῳ

잠에게

ὕπνοιν

잠들에게

ὕπνοις

잠들에게

대격 ὕπνον

잠을

ὕπνω

잠들을

ὕπνους

잠들을

호격 ὕπνε

잠아

ὕπνω

잠들아

ὕπνοι

잠들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου. (Septuagint, Liber Genesis 31:40)

    (70인역 성경, 창세기 31:40)

  • καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. ἀφίσταται ὁ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ συμπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης, (Septuagint, Liber Maccabees I 6:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 6:10)

  • οὐ γὰρ μὴ ὑπνώσωσιν, ἐὰν μὴ κακοποιήσωσιν, ἀφῄρηται ὁ ὕπνος αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶνται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 4:15)

    (70인역 성경, 잠언 4:15)

  • γλυκὺς ὕπνος τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ φάγεται. καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 5:11)

    (70인역 성경, 코헬렛 5:11)

  • μέριμνα ἀγρυπνίας ἀπαιτήσει νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνος. (Septuagint, Liber Sirach 31:2)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:2)

유의어

  1. 죽음

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION