συνεπιστρέφω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνεπιστρέφω
συνεπιστρέψω
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἐπι
(접두사)
+
στρέφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to turn at the same time
- to help to make attentive
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἰώθασιν ἔνιοι τοὺσ ταὐτὰ προαιρουμένουσ καὶ πράττοντασ αὐτοῖσ καὶ ὅλωσ ὁμοιοτρόπουσ, ἐπαινοῦντεσ ἐν καιρῷ συνοικειοῦν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸσ ἑαυτοὺσ τὸν ἀκροατήν· (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 10 1:1)
(플루타르코스, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 10 1:1)
- ἐπικλίνουσι καὶ συνεπιστρέφουσιν, ἵν’ ἔγχυσισ ἀληθῶσ, μὴ ἔκχυσισ γένηται, αὑτοὺσ δὲ τῷ λέγοντι παρέχειν καὶ, συναρμόττειν τῇ προσοχῇ τὴν ἀκρόασιν, ὡσ μηδὲν ἐκφύγῃ τῶν χρησίμωσ λεγομένων, οὐ μανθάνουσιν, ἀλλ’ ὃ πάντων καταγελαστότατόν ἐστιν, ἂν μέν τινι προστύχωσι διηγουμένῳ δεῖπνον ἢ πομπὴν ἢ ὄνειρον ἢ λοιδορίαν γεγενημένην αὐτῷ πρὸσ ἄλλον, ἀκροῶνται σιωπῇ καὶ προσλιπαροῦσιν ἂν δέ τισ αὐτοὺσ ἐπισπασάμενοσ διδάσκῃ τι τῶν χρησίμων ἢ παραινῇ τῶν δεόντων ἢ νουθετῇ πλημμελοῦντασ ἢ καταπραΰνῃ χαλεπαίνοντασ, οὐχ ὑπομένουσιν, ἀλλ’ ἂν μὲν δύνωνται, περιγενέσθαι φιλοτιμούμενοι διαμάχονται πρὸσ τὸν λόγον· (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 3 6:1)
(플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 3 6:1)
- "ὡσ γὰρ αἱ παρ’ Εὐριπίδῃ μαινάδεσ ἄνοπλοι καὶ ἀσίδηροι τοῖσ θυρσαρίοισ παίουσαι τοὺσ ἐπιτιθεμένουσ τραυματίζουσιν, οὕτω τῶν ἀληθινῶν φιλοσόφων καὶ τὰ σκώμματα καὶ οἱ γέλωτεσ τοὺσ μὴ παντελῶσ ἀτρώτουσ κινοῦσιν ἁμωσγέπωσ καὶ συνεπιστρέφουσιν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 10:7)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 10:7)
- καὶ τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, διαλείπουσαν χρόνον, τὴν δὲ Ἄτροπον τῇ ἀριστερᾷ τὰσ ἐντὸσ αὖ ὡσαύτωσ· (Plato, Republic, book 10 450:1)
(플라톤, Republic, book 10 450:1)
유의어
-
to turn at the same time
-
to help to make attentive
파생어
- ἀναστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- ἀποστρέφω (피하다, 돌리다, 비틀다)
- διαστρέφω (왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다)
- ἐκστρέφω (일어나다, 발생하다, 나다)
- ἐνστρέφω (방문하다, 찾다)
- ἐπαναστρέφω (to turn back upon, wheel round, return to the charge)
- ἐπιστρέφω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 방향을 돌리다)
- καταστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다, 그르치다)
- παραστρέφω (to turn aside, perverted, to wear it crooked)
- περιστρέφω (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- στρέφω (영향을 미치다, 돌다, 비틀다)
- συναναστρέφω (to turn back together, to live along with)
- συστρέφω (모으다, 거두다, 수집하다)
- ὑποστρέφω (말다, 접다)