헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπαραγίγνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπαραγίγνομαι συμπαραγενήσομαι

형태분석: συμπαραγίγν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 중립으로 남다, 지켜보다, 수수방관하다
  1. to be ready at the same time
  2. to stand by, to come in to assist

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπαραγίγνομαι

συμπαραγίγνει, συμπαραγίγνῃ

συμπαραγίγνεται

쌍수 συμπαραγίγνεσθον

συμπαραγίγνεσθον

복수 συμπαραγιγνόμεθα

συμπαραγίγνεσθε

συμπαραγίγνονται

접속법단수 συμπαραγίγνωμαι

συμπαραγίγνῃ

συμπαραγίγνηται

쌍수 συμπαραγίγνησθον

συμπαραγίγνησθον

복수 συμπαραγιγνώμεθα

συμπαραγίγνησθε

συμπαραγίγνωνται

기원법단수 συμπαραγιγνοίμην

συμπαραγίγνοιο

συμπαραγίγνοιτο

쌍수 συμπαραγίγνοισθον

συμπαραγιγνοίσθην

복수 συμπαραγιγνοίμεθα

συμπαραγίγνοισθε

συμπαραγίγνοιντο

명령법단수 συμπαραγίγνου

συμπαραγιγνέσθω

쌍수 συμπαραγίγνεσθον

συμπαραγιγνέσθων

복수 συμπαραγίγνεσθε

συμπαραγιγνέσθων, συμπαραγιγνέσθωσαν

부정사 συμπαραγίγνεσθαι

분사 남성여성중성
συμπαραγιγνομενος

συμπαραγιγνομενου

συμπαραγιγνομενη

συμπαραγιγνομενης

συμπαραγιγνομενον

συμπαραγιγνομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be ready at the same time

  2. 중립으로 남다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION