헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσσυμβάλλομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσσυμβάλλομαι

형태분석: προσσυμβάλλ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to contribute to besides or at the same time, contributed

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσσυμβάλλομαι

προσσυμβάλλει, προσσυμβάλλῃ

προσσυμβάλλεται

쌍수 προσσυμβάλλεσθον

προσσυμβάλλεσθον

복수 προσσυμβαλλόμεθα

προσσυμβάλλεσθε

προσσυμβάλλονται

접속법단수 προσσυμβάλλωμαι

προσσυμβάλλῃ

προσσυμβάλληται

쌍수 προσσυμβάλλησθον

προσσυμβάλλησθον

복수 προσσυμβαλλώμεθα

προσσυμβάλλησθε

προσσυμβάλλωνται

기원법단수 προσσυμβαλλοίμην

προσσυμβάλλοιο

προσσυμβάλλοιτο

쌍수 προσσυμβάλλοισθον

προσσυμβαλλοίσθην

복수 προσσυμβαλλοίμεθα

προσσυμβάλλοισθε

προσσυμβάλλοιντο

명령법단수 προσσυμβάλλου

προσσυμβαλλέσθω

쌍수 προσσυμβάλλεσθον

προσσυμβαλλέσθων

복수 προσσυμβάλλεσθε

προσσυμβαλλέσθων, προσσυμβαλλέσθωσαν

부정사 προσσυμβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσσυμβαλλομενος

προσσυμβαλλομενου

προσσυμβαλλομενη

προσσυμβαλλομενης

προσσυμβαλλομενον

προσσυμβαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Προσσυμβάλλεται δὲ καὶ τὰ σχήματα, καὶ οἱᾶ χρὴ, εἶναι, καὶ ἡ ἄλλη δίαιτα, καὶ τῶν ὀθονίων ἡ ἐπιτηδειότησ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 27.12)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 27.12)

유의어

  1. to contribute to besides or at the same time

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION