Ancient Greek-English Dictionary Language

μετέχω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετέχω μεθέξω μετέσχηκα

Structure: μετ (Prefix) + έ̓χ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to partake of, enjoy a share of, share in, take part in, to partake of, to be members, in turn, to partake of, in common with
  2. the partners

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετέχω μετέχεις μετέχει
Dual μετέχετον μετέχετον
Plural μετέχομεν μετέχετε μετέχουσιν*
SubjunctiveSingular μετέχω μετέχῃς μετέχῃ
Dual μετέχητον μετέχητον
Plural μετέχωμεν μετέχητε μετέχωσιν*
OptativeSingular μετέχοιμι μετέχοις μετέχοι
Dual μετέχοιτον μετεχοίτην
Plural μετέχοιμεν μετέχοιτε μετέχοιεν
ImperativeSingular μετέχε μετεχέτω
Dual μετέχετον μετεχέτων
Plural μετέχετε μετεχόντων, μετεχέτωσαν
Infinitive μετέχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετεχων μετεχοντος μετεχουσα μετεχουσης μετεχον μετεχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετέχομαι μετέχει, μετέχῃ μετέχεται
Dual μετέχεσθον μετέχεσθον
Plural μετεχόμεθα μετέχεσθε μετέχονται
SubjunctiveSingular μετέχωμαι μετέχῃ μετέχηται
Dual μετέχησθον μετέχησθον
Plural μετεχώμεθα μετέχησθε μετέχωνται
OptativeSingular μετεχοίμην μετέχοιο μετέχοιτο
Dual μετέχοισθον μετεχοίσθην
Plural μετεχοίμεθα μετέχοισθε μετέχοιντο
ImperativeSingular μετέχου μετεχέσθω
Dual μετέχεσθον μετεχέσθων
Plural μετέχεσθε μετεχέσθων, μετεχέσθωσαν
Infinitive μετέχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετεχομενος μετεχομενου μετεχομενη μετεχομενης μετεχομενον μετεχομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μέτεχέ νυν θοίνασ. (Euripides, choral, antistrophe 11)
  • μαθὼν δὲ τὴν ἐμὴν προαίρεσιν, Φαβρίκιε, καὶ πᾶσαν ἀποθέμενοσ αἰδῶ μέτεχε τῶν παρ’ ἡμῖν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν, ὡσ ἐμοῦ μέλλοντοσ εἴσεσθαι καὶ μεγάλην σοι χάριν, καὶ μὰ Δί’ οὐκ ἐλάττω . (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 14 6:1)
  • μὴ δή μ’ οὐκ ἐθέλοντα φίλει, ἀλλ’ ἴθι καὶ δόμον ἄλλον ἐποίχεο, μηδὲ μεθ’ ἡμέων αἰεὶ δυστήνου τοῦδε βίου μέτεχε. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389190)

Synonyms

  1. to partake of

    • κοινωνέω (to have or do in common with, have a share of or take part in, with)
  2. the partners

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION