- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

εὑρετικός?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: heuretikos

Principal Part: εὑρετικός εὑρετική εὑρετικόν

Structure: εὑρετικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inventive, ingenious

Examples

  • εὑρετικὸς γάρ ἐστι τῶν ἐν τοῖς πράγμασιν ἐνόντων λόγων ὁ ἀνήρ, οὐ μόνον ὧν ἅπαντες ἂν εὑρ´οιμεν, ἀλλὰ καὶ ὧν μηθείς. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 1:2)
  • Εὔβουλος εὑρετικούς φησι τὸ ὕδωρ ποιεῖν τοὺς πίνοντας αὐτὸ μόνον, τὸν δ οἶνον ἡμῶν τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν, τὰ αὐτὰ δ ἰαμβεῖα καὶ Ὠφελίων φησί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 19 2:3)
  • καὶ φιλόλογος ἀεί τινος αἰτίας εὑρετικὸς ἔσται, δι ἣν οὐκ ἀπὸ τρόπου τῶν λεγόντων ἕκαστον ἐπαινῶν φανεῖται. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 13 18:3)
  • οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ὁ νοῦς ἀποπληρώσεως ἀλλ ὑπεκκαύματος μόνον ὥσπερ ὕλη δεῖται, ὁρμὴν ἐμποιοῦντος εὑρετικὴν καὶ ὄρεξιν ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 12:1)
  • φρόνησίν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν - ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες καὶ τῶν δημιουργῶν ὅσοι λέγονται εὑρετικοὶ εἶναι: (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 411:2)
  • καὶ ὁ μὲν ἀπὸ βραχείας μαθήσεως ἐπὶ πολὺ εὑρετικὸς εἰή οὗ ἔμαθεν, ὁ δὲ πολλῆς μαθήσεως τυχὼν καὶ μελέτης μηδ ἃ ἔμαθε σῴζοιτο· (Plato, Republic, book 5 130:3)

Synonyms

  1. inventive

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION