παρέχομαι
Non-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρέχομαι
παρῆλθον
Structure:
παρ
(Prefix)
+
έ̓χ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to go by, beside, or past; to pass by, pass
- (of time) to pass
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πρὸσ δὲ τούτοισ, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ἡμεῖσ μὲν τοὺσ συγγενεῖσ μάρτυρασ καὶ ἐπὶ τῶν διαιτητῶν καὶ ἐφ’ ὑμῶν παρεχόμεθα, οἷσ οὐκ ἄξιον ἀπιστεῖν, οὗτοι δέ, ἐπειδὴ ἔλαχεν Εὐφίλητοσ τὴν δίκην τὴν προτέραν τῷ κοινῷ τῶν δημοτῶν καὶ τῷ τότε δημαρχοῦντι, ὃσ νῦν τετελεύτηκε, δύο ἔτη τοῦ διαιτητοῦ τὴν δίαιταν ἔχοντοσ οὐκ ἠδυνήθησαν οὐδεμίαν μαρτυρίαν εὑρεῖν, ὡσ οὑτοσὶ ἄλλου τινὸσ πατρόσ ἐστιν ἢ τοῦ ἡμετέρου. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 17 5:3)
- οἷσ τάχα βάσκανόν τι καὶ κακόηθεσ πρᾶγμα δόξομεν, εἰ τοὺσ μὴ καλῶσ τῇ μιμήσει χρησαμένουσ παράγομεν καὶ παρεχόμεθα τὰσ γραφὰσ αὐτῶν, ἐφ’ αἷσ μέγιστον ἐφρόνουν ἐκεῖνοι καὶ δι’ ἃσ πλούτουσ τε μεγάλουσ ἐκτήσαντο καὶ δόξησ λαμπρᾶσ κατηξιώθησαν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 522)
- ἀλλ’ οὗτοσ, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, πρὸσ μὲν τοὺσ νόμουσ καὶ τὰσ μαρτυρίασ, ἃσ ἡμεῖσ παρεχόμεθα, δίκαιον οὐδ’ ὁτιοῦν ἔχει λέγειν, ἀγανακτεῖ δὲ καὶ δεινά φησι πάσχειν, ὅτι τοῦ πατρὸσ τετελευτηκότοσ ἀγωνίζεται. (Demosthenes, Speeches 41-50, 89:1)
- περὶ δὲ τῆσ Νεαπολιτῶν πόλεωσ, ἐν ᾗ τῶν ἡμετέρων τινέσ εἰσιν, τοσούτου δέομεν ἀδικεῖν ὑμᾶσ, εἴ τινα τοῖσ κινδυνεύουσι βοήθειαν εἰσ σωτηρίαν κοινῇ παρεχόμεθα, ὥστ’ αὐτοὶ δοκοῦμεν ὑφ’ ὑμῶν ἀδικεῖσθαι μεγάλα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 8 5:1)
- ἡμεῖσ, ὦ Τύλλε, καὶ τῆσ μὲν ἄλλησ ἄρχειν ἄξιοί ἐσμεν Ἰταλίασ, ὅτι ἔθνοσ Ἑλληνικὸν καὶ μέγιστον τῶν κατοικούντων τήνδε τὴν γῆν ἐθνῶν παρεχόμεθα, τοῦ δὲ Λατίνων ἔθνουσ, εἰ καὶ μηδενὸσ τῶν ἄλλων , ἡγεῖσθαι δικαιοῦμεν οὐκ ἄτερ αἰτίασ, ἀλλὰ κατὰ τὸν κοινὸν ἀνθρώπων νόμον, ὃν ἡ φύσισ ἔδωκεν ἅπασι, τῶν ἐκγόνων ἄρχειν τοὺσ προγόνουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 10 4:1)
Synonyms
-
to go by
-
to pass
- ἐξορίζω (to pass)
- παρακίω (to pass by)
- παραμείβω (to pass)
- παραμείβω (to pass, go by)
- παρέρπω (to pass by)
- παροδεύω (to pass by)
- περάω (to pass to or from)
- παρεξέρχομαι (to pass over)
- παραλείπω (I pass over, pass by)
- μέτειμι (to pass over)
- ὑπερέρχομαι (to pass over)
- διήκω (to pass over)
- παράγω (to pass away)
- διεξέρχομαι (to go through, pass through)
- διέξειμι (to go out through, pass through)
- διέρχομαι (to go through, pass through)
- παρήκω (to pass forth)
- μεταβαίνω (having passed to another)
- παρεγγυάω (to pass on, along)
- παρίημι (to let pass)
- ἐνδιημερεύω (to pass the day in)
- πρόειμι (to pass on to, begin)
- διανυκτερεύω (to pass the night)
- καταδαρθάνω (to pass the night)
- ἐαρίζω (to pass the spring)
- παραπορεύομαι (to go past, to pass)
- παραστείχω (to go past, pass by)
- πολεμέω (hostilities passed)
- παρασιγάω (to pass by in silence)
- διεκπεράω (to pass by, overlook)
- διαχειμάζω (to pass the winter)
- ἐπιχειμάζω (to pass the winter at)
Derived
- ἀνέχω (to hold up, in fight, to lift up)
- ἀντέχω (to hold against, to hold, against one's)
- ἀπέχω (to keep off or away from, to keep off, to keep apart)
- διέχω (to keep apart or separate, to keep off, to go through)
- εἰσέχω (to stretch into, reach, extend)
- ἐνέχω (to hold within, to lay up, cherish inward)
- ἐξανέχω (to hold up from, to jut out from, to bear up against)
- ἐξέχω (to stand out or project from, to stand out, appear)
- ἐπανέχω (to hold up, support)
- ἐπέχω (I have or hold upon, I hold out to, present)
- ἔχω (I have, possess, contain)
- κατέχω (to hold fast, to hold back, withhold)
- μετέχω (to partake of, enjoy a share of, share in)
- παρακατέχω (to keep back, restrain, detain)
- παρέχω (, I hold beside, hold in readiness)
- περιέχω (to encompass, embrace, surround)
- προέχω (to hold before, to hold before oneself, hold out before one)
- προκατέχω (to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, to hold down before oneself)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (I hold to, offer, I bring to)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (to hold or keep together, to enclose, encompass)
- ὑπερέχω (to hold, over, to hold)
- ὑπέχω (to hold or put under, supposita de matre), to hold out the hand to receive)