παρέχομαι
Non-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρέχομαι
παρῆλθον
Structure:
παρ
(Prefix)
+
έ̓χ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to go by, beside, or past; to pass by, pass
- (of time) to pass
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν δὴ τούτοισ καὶ Ἱππίου τουτουὶ τοῦ καθ’ ἡμᾶσ μεμνῆσθαι ἄξιον, ἀνδρὸσ λόγοισ μὲν παρ’ ὅντινα βούλει τῶν πρὸ αὐτοῦ γεγυμνασμένου καὶ συνεῖναί τε ὀξέοσ καὶ ἑρμηνεῦσαι σαφεστάτου, τὰ δὲ ἔργα πολὺ τῶν λόγων ἀμείνω παρεχομένου καὶ τὴν τῆσ τέχνησ ὑπόσχεσιν ἀποπληροῦντοσ, οὐκ ἐν τοιαύταισ μὲν ὑποθέσεσιν ἐν αἷσ οἱ πρὸ αὐτοῦ πρῶτοι γενέσθαι εὐτύχησαν, κατὰ δὲ τὸν γεωμετρικὸν λόγον ἐπὶ τῆσ δοθείσησ, φασίν, εὐθείασ τὸ τρίγωνον ἀκριβῶσ συνισταμένου. (Lucian, (no name) 3:2)
- ὥστε, ὦ θαυμάσιε, ὁρ́α μὴ ἀνόσιον ᾖ κατηγορεῖν ἐπιτηδεύματοσ θείου τε ἅμα καὶ μυστικοῦ καὶ τοσούτοισ θεοῖσ ἐσπουδασμένου καὶ ἐπὶ τιμῇ αὐτῶν δρωμένου καὶ τοσαύτην τέρψιν ἅμα καὶ παιδείαν ^ ὠφέλιμον παρεχομένου. (Lucian, De saltatione, (no name) 23:1)
- "ἐάν τισ κεράσῃ σκληρὸν καὶ εὐόσμον μαλακῷ καὶ ἀόσμῳ, καθάπερ τὸν Ἡρακλεώτην καὶ τὸν Ἐρυθραῖον, τοῦ μὲν τὴν μαλακότητα, τοῦ δὲ τὴν εὐοσμίαν παρεχομένου. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 58 2:1)
- ἀγανακτοῦντοσ δέ μου καὶ σχετλιάζοντοσ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, ἐπὶ τῇ τόλμῃ τοῦ Λάμπιδοσ, καὶ παρεχομένου πρὸσ τὸν διαιτητὴν τὴν αὐτὴν μαρτυρίαν ἥνπερ καὶ νῦν πρὸσ ὑμᾶσ παρέχομαι, τῶν ἐξ ἀρχῆσ προσελθόντων αὐτῷ μεθ’ ἡμῶν, ὅτε οὔτε τὸ χρυσίον ἔφη ἀπειληφέναι παρὰ τούτου οὔτε τὰ χρήματα αὐτὸν ἐνθέσθαι εἰσ τὴν ναῦν, οὕτωσ ὁ Λάμπισ κατὰ κράτοσ ἐξελεγχόμενοσ τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν καὶ πονηρὸσ ὤν, ὡμολόγει μὲν εἰρηκέναι ταῦτα πρὸσ τοῦτον, οὐ μέντοι γε ἐντὸσ ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 32:3)
- ὅσοι δὲ αὐτοῦ ἐπεδημεῖτε, σιγῇ μου ἀκοῦσαι διηγουμένου ἅπαντα πρὸσ ὑμᾶσ, καὶ ἐπὶ τούτων ἑκάστῳ, οἷσ ἂν λέγω, τούσ τε νόμουσ παρεχομένου καὶ τὰ ψηφίσματα, τά τε τῆσ βουλῆσ καὶ τὰ τοῦ δήμου, καὶ τὰσ μαρτυρίασ. (Demosthenes, Speeches 41-50, 4:2)
Synonyms
-
to go by
-
to pass
- ἐξορίζω (to pass)
- παρακίω (to pass by)
- παραμείβω (to pass)
- παραμείβω (to pass, go by)
- παρέρπω (to pass by)
- παροδεύω (to pass by)
- περάω (to pass to or from)
- παρεξέρχομαι (to pass over)
- παραλείπω (I pass over, pass by)
- μέτειμι (to pass over)
- ὑπερέρχομαι (to pass over)
- διήκω (to pass over)
- παράγω (to pass away)
- διεξέρχομαι (to go through, pass through)
- διέξειμι (to go out through, pass through)
- διέρχομαι (to go through, pass through)
- παρήκω (to pass forth)
- μεταβαίνω (having passed to another)
- παρεγγυάω (to pass on, along)
- παρίημι (to let pass)
- ἐνδιημερεύω (to pass the day in)
- πρόειμι (to pass on to, begin)
- διανυκτερεύω (to pass the night)
- καταδαρθάνω (to pass the night)
- ἐαρίζω (to pass the spring)
- παραπορεύομαι (to go past, to pass)
- παραστείχω (to go past, pass by)
- πολεμέω (hostilities passed)
- παρασιγάω (to pass by in silence)
- διεκπεράω (to pass by, overlook)
- διαχειμάζω (to pass the winter)
- ἐπιχειμάζω (to pass the winter at)
Derived
- ἀνέχω (to hold up, in fight, to lift up)
- ἀντέχω (to hold against, to hold, against one's)
- ἀπέχω (to keep off or away from, to keep off, to keep apart)
- διέχω (to keep apart or separate, to keep off, to go through)
- εἰσέχω (to stretch into, reach, extend)
- ἐνέχω (to hold within, to lay up, cherish inward)
- ἐξανέχω (to hold up from, to jut out from, to bear up against)
- ἐξέχω (to stand out or project from, to stand out, appear)
- ἐπανέχω (to hold up, support)
- ἐπέχω (I have or hold upon, I hold out to, present)
- ἔχω (I have, possess, contain)
- κατέχω (to hold fast, to hold back, withhold)
- μετέχω (to partake of, enjoy a share of, share in)
- παρακατέχω (to keep back, restrain, detain)
- παρέχω (, I hold beside, hold in readiness)
- περιέχω (to encompass, embrace, surround)
- προέχω (to hold before, to hold before oneself, hold out before one)
- προκατέχω (to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, to hold down before oneself)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (I hold to, offer, I bring to)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (to hold or keep together, to enclose, encompass)
- ὑπερέχω (to hold, over, to hold)
- ὑπέχω (to hold or put under, supposita de matre), to hold out the hand to receive)