헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνέχω συνέξω συνέσχον

형태분석: συν (접두사) + έ̓χ (어간) + ω (인칭어미)

어원: fut. mid. in pass. sense, Dem.

  1. 둘러싸다, 포위하다, 에워싸다, 안다, 막다
  2. 만들다, 하다, 지키다, 제작하다, 막다, 두다, ~쪽을 차지하다, 보호하다, 이르게 하다, 지니다, 보관하다
  3. 누르다, 부담 지우다, 전복시키다, 포위하다, 짐을 지우다, 귀찮게 하다
  4. 만나다, 접하다
  1. to hold or keep together, to enclose, encompass, embrace
  2. to keep together, keep from dispersing, to keep, together, keep, from falling to pieces, to keep, together, make, pull in time
  3. to constrain or force
  4. to compress, oppress, to be constrained, oppressed, afflicted
  5. to meet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέχω

(나는) 둘러싼다

συνέχεις

(너는) 둘러싼다

συνέχει

(그는) 둘러싼다

쌍수 συνέχετον

(너희 둘은) 둘러싼다

συνέχετον

(그 둘은) 둘러싼다

복수 συνέχομεν

(우리는) 둘러싼다

συνέχετε

(너희는) 둘러싼다

συνέχουσιν*

(그들은) 둘러싼다

접속법단수 συνέχω

(나는) 둘러싸자

συνέχῃς

(너는) 둘러싸자

συνέχῃ

(그는) 둘러싸자

쌍수 συνέχητον

(너희 둘은) 둘러싸자

συνέχητον

(그 둘은) 둘러싸자

복수 συνέχωμεν

(우리는) 둘러싸자

συνέχητε

(너희는) 둘러싸자

συνέχωσιν*

(그들은) 둘러싸자

기원법단수 συνέχοιμι

(나는) 둘러싸기를 (바라다)

συνέχοις

(너는) 둘러싸기를 (바라다)

συνέχοι

(그는) 둘러싸기를 (바라다)

쌍수 συνέχοιτον

(너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

συνεχοίτην

(그 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

복수 συνέχοιμεν

(우리는) 둘러싸기를 (바라다)

συνέχοιτε

(너희는) 둘러싸기를 (바라다)

συνέχοιεν

(그들은) 둘러싸기를 (바라다)

명령법단수 συνέχε

(너는) 둘러싸라

συνεχέτω

(그는) 둘러싸라

쌍수 συνέχετον

(너희 둘은) 둘러싸라

συνεχέτων

(그 둘은) 둘러싸라

복수 συνέχετε

(너희는) 둘러싸라

συνεχόντων, συνεχέτωσαν

(그들은) 둘러싸라

부정사 συνέχειν

둘러싸는 것

분사 남성여성중성
συνεχων

συνεχοντος

συνεχουσα

συνεχουσης

συνεχον

συνεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέχομαι

(나는) 둘러싸여진다

συνέχει, συνέχῃ

(너는) 둘러싸여진다

συνέχεται

(그는) 둘러싸여진다

쌍수 συνέχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여진다

συνέχεσθον

(그 둘은) 둘러싸여진다

복수 συνεχόμεθα

(우리는) 둘러싸여진다

συνέχεσθε

(너희는) 둘러싸여진다

συνέχονται

(그들은) 둘러싸여진다

접속법단수 συνέχωμαι

(나는) 둘러싸여지자

συνέχῃ

(너는) 둘러싸여지자

συνέχηται

(그는) 둘러싸여지자

쌍수 συνέχησθον

(너희 둘은) 둘러싸여지자

συνέχησθον

(그 둘은) 둘러싸여지자

복수 συνεχώμεθα

(우리는) 둘러싸여지자

συνέχησθε

(너희는) 둘러싸여지자

συνέχωνται

(그들은) 둘러싸여지자

기원법단수 συνεχοίμην

(나는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συνέχοιο

(너는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συνέχοιτο

(그는) 둘러싸여지기를 (바라다)

쌍수 συνέχοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

συνεχοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

복수 συνεχοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συνέχοισθε

(너희는) 둘러싸여지기를 (바라다)

συνέχοιντο

(그들은) 둘러싸여지기를 (바라다)

명령법단수 συνέχου

(너는) 둘러싸여져라

συνεχέσθω

(그는) 둘러싸여져라

쌍수 συνέχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여져라

συνεχέσθων

(그 둘은) 둘러싸여져라

복수 συνέχεσθε

(너희는) 둘러싸여져라

συνεχέσθων, συνεχέσθωσαν

(그들은) 둘러싸여져라

부정사 συνέχεσθαι

둘러싸여지는 것

분사 남성여성중성
συνεχομενος

συνεχομενου

συνεχομενη

συνεχομενης

συνεχομενον

συνεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέξω

(나는) 둘러싸겠다

συνέξεις

(너는) 둘러싸겠다

συνέξει

(그는) 둘러싸겠다

쌍수 συνέξετον

(너희 둘은) 둘러싸겠다

συνέξετον

(그 둘은) 둘러싸겠다

복수 συνέξομεν

(우리는) 둘러싸겠다

συνέξετε

(너희는) 둘러싸겠다

συνέξουσιν*

(그들은) 둘러싸겠다

기원법단수 συνέξοιμι

(나는) 둘러싸겠기를 (바라다)

συνέξοις

(너는) 둘러싸겠기를 (바라다)

συνέξοι

(그는) 둘러싸겠기를 (바라다)

쌍수 συνέξοιτον

(너희 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

συνεξοίτην

(그 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

복수 συνέξοιμεν

(우리는) 둘러싸겠기를 (바라다)

συνέξοιτε

(너희는) 둘러싸겠기를 (바라다)

συνέξοιεν

(그들은) 둘러싸겠기를 (바라다)

부정사 συνέξειν

둘러쌀 것

분사 남성여성중성
συνεξων

συνεξοντος

συνεξουσα

συνεξουσης

συνεξον

συνεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέξομαι

(나는) 둘러싸여지겠다

συνέξει, συνέξῃ

(너는) 둘러싸여지겠다

συνέξεται

(그는) 둘러싸여지겠다

쌍수 συνέξεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠다

συνέξεσθον

(그 둘은) 둘러싸여지겠다

복수 συνεξόμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠다

συνέξεσθε

(너희는) 둘러싸여지겠다

συνέξονται

(그들은) 둘러싸여지겠다

기원법단수 συνεξοίμην

(나는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

συνέξοιο

(너는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

συνέξοιτο

(그는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

쌍수 συνέξοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

συνεξοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

복수 συνεξοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

συνέξοισθε

(너희는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

συνέξοιντο

(그들은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

부정사 συνέξεσθαι

둘러싸여질 것

분사 남성여성중성
συνεξομενος

συνεξομενου

συνεξομενη

συνεξομενης

συνεξομενον

συνεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεῖχον

(나는) 둘러싸고 있었다

συνεῖχες

(너는) 둘러싸고 있었다

συνεῖχεν*

(그는) 둘러싸고 있었다

쌍수 συνείχετον

(너희 둘은) 둘러싸고 있었다

συνειχέτην

(그 둘은) 둘러싸고 있었다

복수 συνείχομεν

(우리는) 둘러싸고 있었다

συνείχετε

(너희는) 둘러싸고 있었다

συνεῖχον

(그들은) 둘러싸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειχόμην

(나는) 둘러싸여지고 있었다

συνείχου

(너는) 둘러싸여지고 있었다

συνείχετο

(그는) 둘러싸여지고 있었다

쌍수 συνείχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다

συνειχέσθην

(그 둘은) 둘러싸여지고 있었다

복수 συνειχόμεθα

(우리는) 둘러싸여지고 있었다

συνείχεσθε

(너희는) 둘러싸여지고 있었다

συνείχοντο

(그들은) 둘러싸여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέσχον

(나는) 둘러쌌다

συνέσχες

(너는) 둘러쌌다

συνέσχεν*

(그는) 둘러쌌다

쌍수 συνέσχετον

(너희 둘은) 둘러쌌다

συνεσχέτην

(그 둘은) 둘러쌌다

복수 συνέσχομεν

(우리는) 둘러쌌다

συνέσχετε

(너희는) 둘러쌌다

συνέσχον

(그들은) 둘러쌌다

명령법단수 συσχέ

(너는) 둘러쌌어라

συσχέτω

(그는) 둘러쌌어라

쌍수 συσχέτον

(너희 둘은) 둘러쌌어라

συσχέτων

(그 둘은) 둘러쌌어라

복수 συσχέτε

(너희는) 둘러쌌어라

συσχόντων

(그들은) 둘러쌌어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δέ τισ Ἡρακλέων ἰατρὸσ, ἑταῖροσ ἡμέτεροσ, ὃσ πρὸσ ἐμὲ ὡμολόγησε τῇ ὑστεραίᾳ ἦ μὴν πεπεικὼσ αὑτὸν ἰέναι, ὡσ εἰ τὰ κράτιστα πράξαιμι, ὀπισθοτόνῳ συνέξομαι, ἤ τῳ ἄλλῳ τοιούτῳ. (Aristides, Aelius, Orationes, 5:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:7)

유의어

  1. to constrain or force

  2. 누르다

    • θλίβω (고생시키다, 괴롭히다, 고통을 주다)
  3. 만나다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION