- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

παρέχομαι?

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration: parechomai

Principal Part: παρέχομαι παρῆλθον

Structure: παρ (Prefix) + ἔχ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to go by, beside, or past; to pass by, pass
  2. (of time) to pass

Examples

  • καὶ οὕτω ποικίλαι μὲν αἱ ἐπιστροφαί, πολυειδεῖς δὲ οἱ ἐξελιγμοί, πολύτροποι δὲ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ αἱ ἐπελάσεις γιγνόμεναι ἀσυγχύτους ὅμως τὰς τάξεις παρέχονται. (Arrian, chapter 35 10:1)
  • οἱ μέν γε ἀπὸ τῶν δεξιῶν [τοῦ βήματος] ἀρχόμενοι οὐδὲν ἄλλο ἢ τὸ συνεχὲς τῆς ἀκροβολίσεως καὶ τὸ ἐπάλληλον τοῦ κτύπου παρέχονται: (Arrian, chapter 38 3:1)
  • "διὸ καὶ ποικιλίαν τινὰ οἱ ῥόμβοι παρέχονται, τοῦ μὲν μέλανος ἔχοντες λευκότερον τὸ χρῶμα, τοῦ δὲ λευκοῦ πολὺ μελάντερον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 71 1:6)
  • ἅπαντα γὰρ ὅσα παρέχονται εἰς τὸ δικαστήριον προκαλούμενοι ἀλλήλους οἱ ἀντίδικοι, διὰ μαρτυρίας παρέχονται. (Demosthenes, Speeches 41-50, 6:2)

Synonyms

  1. to go by

  2. to pass

Related

명사

형용사

동사

부사

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION