- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκρούω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: proskrouō 고전 발음: [루:오:] 신약 발음: [루오]

기본형: προσκρούω προσκρούσω

형태분석: προς (접두사) + κρού (어간) + ω (인칭어미)

  1. 실패하다, 넘어지다, 실수하다, 속수무책으로 만들다
  1. to strike against, to stumble, fail
  2. to have a collision with, give offence
  3. to take offence at, be angry with, to take offence

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκρούω

(나는) 실패한다

προσκρούεις

(너는) 실패한다

προσκρούει

(그는) 실패한다

쌍수 προσκρούετον

(너희 둘은) 실패한다

προσκρούετον

(그 둘은) 실패한다

복수 προσκρούομεν

(우리는) 실패한다

προσκρούετε

(너희는) 실패한다

προσκρούουσι(ν)

(그들은) 실패한다

접속법단수 προσκρούω

(나는) 실패하자

προσκρούῃς

(너는) 실패하자

προσκρούῃ

(그는) 실패하자

쌍수 προσκρούητον

(너희 둘은) 실패하자

προσκρούητον

(그 둘은) 실패하자

복수 προσκρούωμεν

(우리는) 실패하자

προσκρούητε

(너희는) 실패하자

προσκρούωσι(ν)

(그들은) 실패하자

기원법단수 προσκρούοιμι

(나는) 실패하기를 (바라다)

προσκρούοις

(너는) 실패하기를 (바라다)

προσκρούοι

(그는) 실패하기를 (바라다)

쌍수 προσκρούοιτον

(너희 둘은) 실패하기를 (바라다)

προσκρουοίτην

(그 둘은) 실패하기를 (바라다)

복수 προσκρούοιμεν

(우리는) 실패하기를 (바라다)

προσκρούοιτε

(너희는) 실패하기를 (바라다)

προσκρούοιεν

(그들은) 실패하기를 (바라다)

명령법단수 προσκρούε

(너는) 실패해라

προσκρουέτω

(그는) 실패해라

쌍수 προσκρούετον

(너희 둘은) 실패해라

προσκρουέτων

(그 둘은) 실패해라

복수 προσκρούετε

(너희는) 실패해라

προσκρουόντων, προσκρουέτωσαν

(그들은) 실패해라

부정사 προσκρούειν

실패하는 것

분사 남성여성중성
προσκρουων

προσκρουοντος

προσκρουουσα

προσκρουουσης

προσκρουον

προσκρουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκρούομαι

(나는) 실패된다

προσκρούει, προσκρούῃ

(너는) 실패된다

προσκρούεται

(그는) 실패된다

쌍수 προσκρούεσθον

(너희 둘은) 실패된다

προσκρούεσθον

(그 둘은) 실패된다

복수 προσκρουόμεθα

(우리는) 실패된다

προσκρούεσθε

(너희는) 실패된다

προσκρούονται

(그들은) 실패된다

접속법단수 προσκρούωμαι

(나는) 실패되자

προσκρούῃ

(너는) 실패되자

προσκρούηται

(그는) 실패되자

쌍수 προσκρούησθον

(너희 둘은) 실패되자

προσκρούησθον

(그 둘은) 실패되자

복수 προσκρουώμεθα

(우리는) 실패되자

προσκρούησθε

(너희는) 실패되자

προσκρούωνται

(그들은) 실패되자

기원법단수 προσκρουοίμην

(나는) 실패되기를 (바라다)

προσκρούοιο

(너는) 실패되기를 (바라다)

προσκρούοιτο

(그는) 실패되기를 (바라다)

쌍수 προσκρούοισθον

(너희 둘은) 실패되기를 (바라다)

προσκρουοίσθην

(그 둘은) 실패되기를 (바라다)

복수 προσκρουοίμεθα

(우리는) 실패되기를 (바라다)

προσκρούοισθε

(너희는) 실패되기를 (바라다)

προσκρούοιντο

(그들은) 실패되기를 (바라다)

명령법단수 προσκρούου

(너는) 실패되어라

προσκρουέσθω

(그는) 실패되어라

쌍수 προσκρούεσθον

(너희 둘은) 실패되어라

προσκρουέσθων

(그 둘은) 실패되어라

복수 προσκρούεσθε

(너희는) 실패되어라

προσκρουέσθων, προσκρουέσθωσαν

(그들은) 실패되어라

부정사 προσκρούεσθαι

실패되는 것

분사 남성여성중성
προσκρουομενος

προσκρουομενου

προσκρουομενη

προσκρουομενης

προσκρουομενον

προσκρουομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκρούσω

(나는) 실패하겠다

προσκρούσεις

(너는) 실패하겠다

προσκρούσει

(그는) 실패하겠다

쌍수 προσκρούσετον

(너희 둘은) 실패하겠다

προσκρούσετον

(그 둘은) 실패하겠다

복수 προσκρούσομεν

(우리는) 실패하겠다

προσκρούσετε

(너희는) 실패하겠다

προσκρούσουσι(ν)

(그들은) 실패하겠다

기원법단수 προσκρούσοιμι

(나는) 실패하겠기를 (바라다)

προσκρούσοις

(너는) 실패하겠기를 (바라다)

προσκρούσοι

(그는) 실패하겠기를 (바라다)

쌍수 προσκρούσοιτον

(너희 둘은) 실패하겠기를 (바라다)

προσκρουσοίτην

(그 둘은) 실패하겠기를 (바라다)

복수 προσκρούσοιμεν

(우리는) 실패하겠기를 (바라다)

προσκρούσοιτε

(너희는) 실패하겠기를 (바라다)

προσκρούσοιεν

(그들은) 실패하겠기를 (바라다)

부정사 προσκρούσειν

실패할 것

분사 남성여성중성
προσκρουσων

προσκρουσοντος

προσκρουσουσα

προσκρουσουσης

προσκρουσον

προσκρουσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκρούσομαι

(나는) 실패되겠다

προσκρούσει, προσκρούσῃ

(너는) 실패되겠다

προσκρούσεται

(그는) 실패되겠다

쌍수 προσκρούσεσθον

(너희 둘은) 실패되겠다

προσκρούσεσθον

(그 둘은) 실패되겠다

복수 προσκρουσόμεθα

(우리는) 실패되겠다

προσκρούσεσθε

(너희는) 실패되겠다

προσκρούσονται

(그들은) 실패되겠다

기원법단수 προσκρουσοίμην

(나는) 실패되겠기를 (바라다)

προσκρούσοιο

(너는) 실패되겠기를 (바라다)

προσκρούσοιτο

(그는) 실패되겠기를 (바라다)

쌍수 προσκρούσοισθον

(너희 둘은) 실패되겠기를 (바라다)

προσκρουσοίσθην

(그 둘은) 실패되겠기를 (바라다)

복수 προσκρουσοίμεθα

(우리는) 실패되겠기를 (바라다)

προσκρούσοισθε

(너희는) 실패되겠기를 (바라다)

προσκρούσοιντο

(그들은) 실패되겠기를 (바라다)

부정사 προσκρούσεσθαι

실패될 것

분사 남성여성중성
προσκρουσομενος

προσκρουσομενου

προσκρουσομενη

προσκρουσομενης

προσκρουσομενον

προσκρουσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέκρουον

(나는) 실패하고 있었다

προσέκρουες

(너는) 실패하고 있었다

προσέκρουε(ν)

(그는) 실패하고 있었다

쌍수 προσεκρούετον

(너희 둘은) 실패하고 있었다

προσεκρουέτην

(그 둘은) 실패하고 있었다

복수 προσεκρούομεν

(우리는) 실패하고 있었다

προσεκρούετε

(너희는) 실패하고 있었다

προσέκρουον

(그들은) 실패하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκρουόμην

(나는) 실패되고 있었다

προσεκρούου

(너는) 실패되고 있었다

προσεκρούετο

(그는) 실패되고 있었다

쌍수 προσεκρούεσθον

(너희 둘은) 실패되고 있었다

προσεκρουέσθην

(그 둘은) 실패되고 있었다

복수 προσεκρουόμεθα

(우리는) 실패되고 있었다

προσεκρούεσθε

(너희는) 실패되고 있었다

προσεκρούοντο

(그들은) 실패되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι ἐν ἀρχῇ προσέκρουε τοῖς πολλοῖς αὐτῶν καὶ μῖσος οὐ μεῖον τοῦ πρὸ αὑτοῦ παρὰ τοῖς πλήθεσιν ἐκτήσατο ἐπί τε τῇ παρρησίᾳ καὶ ἐλευθερίᾳ, καί τινες ἐπ αὐτὸν συνέστησαν Ἄνυτοι καὶ Μέλητοι τὰ αὐτὰ κατηγοροῦντες ἅπερ κἀκείνου οἱ τότε, ὅτι οὔτε θύων ὤφθη πώποτε οὔτε ἐμυήθη μόνος ἁπάντων ταῖς Ἐλευσινίαις: (Lucian, (no name) 11:2)

    (루키아노스, (no name) 11:2)

  • τελευταῖον δὲ καὶ προσέκρουε τὰ πολλὰ ἐπιτιμῶν, καὶ φορτικὸς ἐδόκει ὑπομιμνήσκων ἀεὶ τῶν προγόνων καὶ φυλάττειν παραγγέλλων ἃ μετὰ πολλῶν καμάτων ὁ πατὴρ αὐτῷ κτησάμενος κατέλιπεν, ὥστε διὰ ταῦτα οὐδὲ ἐπὶ τοὺς κώμους ἀπῆγεν ἔτι αὐτόν, ἀλλὰ μόνος μετ ἐκείνων ἐκώμαζε, λανθάνειν πειρώμενος τὸν Ἀγαθοκλέα. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 12:7)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 12:7)

  • ἀεὶ μὲν δεῖ καὶ πανταχοῦ φεύγειν τὸ προσκρούειν τῷ ἀνδρὶ τὴν γυναῖκα καὶ τῇ γυναικὶ τὸν ἄνδρα, μάλιστα δὲ φυλάττεσθαι τοῦτο ποιεῖν ἐν τῷ συναναπαύεσθαι καὶ συγκαθεύδειν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 391)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 391)

  • ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἐπὶ τὴν ἐναντίαν ὁδὸν ἦλθε, καὶ τὸ πολεμεῖν καὶ τὸ προσκρούειν αὐτοῖς ἐάσας ἐθεράπευε, πάσης μὲν ἀπ ἐκείνων πράξεως ἀρχόμενος, εἰ δὲ κληθείη, θᾶττον ἢ βάδην ἐπειγόμενος, ὁσάκις δὲ τύχοι καθήμενος ἐν τῷ βασιλικῷ θώκῳ καὶ χρηματίζων, ἐπιοῦσι τοῖς ἐφόροις ὑπεξανίστατο, τῶν δ εἰς τὴν γερουσίαν ἀεὶ καταταττομένων ἑκάστῳ χλαῖναν ἔπεμπε καὶ βοῦν ἀριστεῖον. (Plutarch, Agesilaus, chapter 4 3:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 4 3:1)

  • ἡ μὲν οὖν συνέχεια τῆς ὀργῆς καὶ τὸ προσκρούειν πολλάκις ἕξιν ἐμποιεῖ πονηρὰν τῇ ψυχῇ, ἣν ὀργιλότητα καλοῦσιν, εἰς ἀκραχολίαν καὶ πικρίαν καὶ δυσκολίαν τελευτῶσαν, ὅταν ἑλκώδης καὶ μικρόλυπος ὁ θυμὸς γένηται καὶ φιλαίτιος ὑπὸ τῶν τυχόντων ὡς σίδηρος ἀσθενὴς καὶ λεπτὸς ἀναχαρασσόμενος: (Plutarch, De cohibenda ira, section 31)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 31)

유의어

  1. 실패하다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION