헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκρούω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκρούω συγκρούσω

형태분석: συγ (접두사) + κρού (어간) + ω (인칭어미)

  1. to strike together, to clap
  2. to bring into collision, to wear out by collision
  3. to clash together, come into collision

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκρούω

συγκρούεις

συγκρούει

쌍수 συγκρούετον

συγκρούετον

복수 συγκρούομεν

συγκρούετε

συγκρούουσιν*

접속법단수 συγκρούω

συγκρούῃς

συγκρούῃ

쌍수 συγκρούητον

συγκρούητον

복수 συγκρούωμεν

συγκρούητε

συγκρούωσιν*

기원법단수 συγκρούοιμι

συγκρούοις

συγκρούοι

쌍수 συγκρούοιτον

συγκρουοίτην

복수 συγκρούοιμεν

συγκρούοιτε

συγκρούοιεν

명령법단수 συγκρούε

συγκρουέτω

쌍수 συγκρούετον

συγκρουέτων

복수 συγκρούετε

συγκρουόντων, συγκρουέτωσαν

부정사 συγκρούειν

분사 남성여성중성
συγκρουων

συγκρουοντος

συγκρουουσα

συγκρουουσης

συγκρουον

συγκρουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκρούομαι

συγκρούει, συγκρούῃ

συγκρούεται

쌍수 συγκρούεσθον

συγκρούεσθον

복수 συγκρουόμεθα

συγκρούεσθε

συγκρούονται

접속법단수 συγκρούωμαι

συγκρούῃ

συγκρούηται

쌍수 συγκρούησθον

συγκρούησθον

복수 συγκρουώμεθα

συγκρούησθε

συγκρούωνται

기원법단수 συγκρουοίμην

συγκρούοιο

συγκρούοιτο

쌍수 συγκρούοισθον

συγκρουοίσθην

복수 συγκρουοίμεθα

συγκρούοισθε

συγκρούοιντο

명령법단수 συγκρούου

συγκρουέσθω

쌍수 συγκρούεσθον

συγκρουέσθων

복수 συγκρούεσθε

συγκρουέσθων, συγκρουέσθωσαν

부정사 συγκρούεσθαι

분사 남성여성중성
συγκρουομενος

συγκρουομενου

συγκρουομενη

συγκρουομενης

συγκρουομενον

συγκρουομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν οἷσ ἀξιοῖ στρατηγὸν ἄνδρα καὶ τηλικαύτησ ἐξουσίασ κύριον διαλλάττειν μὲν τὰσ διαφερομένασ πόλεισ ἀλλὰ μὴ συγκρούειν πρὸσ ἀλλήλασ, τὴν δὲ Ἑλλάδα μεγάλην ἐκ μικρᾶσ ποιεῖν ὑπεριδόντα τε τῆσ περὶ τὰ μικρὰ φιλοτιμίασ τοῖσ τοιούτοισ ἐπιχειρεῖν ἔργοισ, ἐξ ὧν κατορθώσασ τε πάντων ἡγεμόνων ἐπιφανέστατοσ ἔσται καὶ ἀποτυχὼν τήν γε εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων κτήσεται· (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 6 1:1)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 6 1:1)

  • εἶτα πρόφασιν λέγων πρὸσ ἀμφοτέρουσ κοιλίασ διάρροιαν, νῦν μὲν ὡσ τούτουσ, νῦν δὲ ὡσ ἐκεῖνον ἐπὶ τῆσ οἰκίασ ἀνά μέροσ διατρέχων συνέκρουε καὶ παρώξυνεν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 30 2:2)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 30 2:2)

  • διὸ καὶ πρὸσ ἀλλήλουσ ὑπούλωσ ἔχοντεσ συνέκρουον πολλάκισ, ἅπαξ δὲ περὶ τὴν Ἰνδικὴν καὶ εἰσ χεῖρασ ἦλθον σπασάμενοι τὰ ξίφη, καὶ τῶν φίλων ἑκατέρῳ παραβοηθούντων προσελάσασ Ἀλέξανδροσ ἐλοιδόρει τὸν Ἡφαιστίωνα φανερῶσ, ἔμπληκτον καλῶν καὶ μαινόμενον, εἰ μὴ συνίησιν ὡσ, ἐάν τισ αὐτοῦ τὸν Ἀλέξανδρον ἀφέληται, μηδέν ἐστιν ἰδίᾳ δὲ καὶ τοῦ Κρατεροῦ πικρῶσ καθήψατο. (Plutarch, Alexander, chapter 47 6:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 47 6:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ μόλισ ᾗ προσβολήν τινα ἡ νῆσοσ εἶχεν ἀποβιβάζει τῶν στρατιωτῶν τοὺσ ἀρίστουσ, οἳ κατόπιν ἐπιπεσόντεσ τοῖσ πολεμίοισ τοὺσ μὲν διέφθειρον αὐτῶν, τοὺσ δ’ ἠνάγκαζον ἀποκόπτοντασ τὰ πρυμνήσια τῶν νεῶν καὶ φεύγοντασ ἐκ τῆσ γῆσ ἀλλήλοισ τε συγκρούειν τὰ πλοῖα καὶ ταῖσ ἐμβολαῖσ ταῖσ περὶ τὸν Λούκουλλον ὑποπίπτειν. (Plutarch, Lucullus, chapter 12 4:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 12 4:1)

  • καὶ παρὼν διαίτῃ συγκρούειν, ἀμφοτέρων βουλομένων διαλύεσθαι. (Theophrastus, Characters, 14:1)

    (테오프라스토스, Characters, 14:1)

유의어

  1. to strike together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION