συγκρούω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: synkrouō
고전 발음: [슁끄루:오:]
신약 발음: [슁끄루오]
기본형:
συγκρούω
συγκρούσω
형태분석:
συγ
(접두사)
+
κρού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to strike together, to clap
- to bring into collision, to wear out by collision
- to clash together, come into collision
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν οἷς ἀξιοῖ στρατηγὸν ἄνδρα καὶ τηλικαύτης ἐξουσίας κύριον διαλλάττειν μὲν τὰς διαφερομένας πόλεις ἀλλὰ μὴ συγκρούειν πρὸς ἀλλήλας, τὴν δὲ Ἑλλάδα μεγάλην ἐκ μικρᾶς ποιεῖν ὑπεριδόντα τε τῆς περὶ τὰ μικρὰ φιλοτιμίας τοῖς τοιούτοις ἐπιχειρεῖν ἔργοις, ἐξ ὧν κατορθώσας τε πάντων ἡγεμόνων ἐπιφανέστατος ἔσται καὶ ἀποτυχὼν τήν γε εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων κτήσεται: (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 6 1:1)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 6 1:1)
- εἶτα πρόφασιν λέγων πρὸς ἀμφοτέρους κοιλίας διάρροιαν, νῦν μὲν ὡς τούτους, νῦν δὲ ὡς ἐκεῖνον ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀνά μέρος διατρέχων συνέκρουε καὶ παρώξυνεν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 30 2:2)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 30 2:2)
- διὸ καὶ πρὸς ἀλλήλους ὑπούλως ἔχοντες συνέκρουον πολλάκις, ἅπαξ δὲ περὶ τὴν Ἰνδικὴν καὶ εἰς χεῖρας ἦλθον σπασάμενοι τὰ ξίφη, καὶ τῶν φίλων ἑκατέρῳ παραβοηθούντων προσελάσας Ἀλέξανδρος ἐλοιδόρει τὸν Ἡφαιστίωνα φανερῶς, ἔμπληκτον καλῶν καὶ μαινόμενον, εἰ μὴ συνίησιν ὡς, ἐάν τις αὐτοῦ τὸν Ἀλέξανδρον ἀφέληται, μηδέν ἐστιν ἰδίᾳ δὲ καὶ τοῦ Κρατεροῦ πικρῶς καθήψατο. (Plutarch, Alexander, chapter 47 6:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 47 6:1)
- οὐ μὴν ἀλλὰ μόλις ᾗ προσβολήν τινα ἡ νῆσος εἶχεν ἀποβιβάζει τῶν στρατιωτῶν τοὺς ἀρίστους, οἳ κατόπιν ἐπιπεσόντες τοῖς πολεμίοις τοὺς μὲν διέφθειρον αὐτῶν, τοὺς δ ἠνάγκαζον ἀποκόπτοντας τὰ πρυμνήσια τῶν νεῶν καὶ φεύγοντας ἐκ τῆς γῆς ἀλλήλοις τε συγκρούειν τὰ πλοῖα καὶ ταῖς ἐμβολαῖς ταῖς περὶ τὸν Λούκουλλον ὑποπίπτειν. (Plutarch, Lucullus, chapter 12 4:1)
(플루타르코스, Lucullus, chapter 12 4:1)
- καὶ παρὼν διαίτῃ συγκρούειν, ἀμφοτέρων βουλομένων διαλύεσθαι. (Theophrastus, Characters, 14:1)
(테오프라스토스, Characters, 14:1)
파생어
- ἀνακρούω (확인하다, 억제하다, 제지하다)
- ἀποκρούω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- διακρούω (피하다, 빠져나가다, 제쳐놓다)
- ἐγκρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- ἐκκρούω (쫓아내다, 몰아내다, 좌절시키다)
- ἐπικρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- κρούω (때리다, 두드리다, 타격하다)
- παρακρούω (실망시키다, 당황하게하다, 좌절시키다)
- περικρούω (to strike off all round, having, knocked off)
- προσκρούω (실패하다, 넘어지다, 실수하다)
- ὑποκρούω (방해하다, 중단시키다, 가로막다)