συγκρούω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συγκρούω
συγκρούσω
형태분석:
συγ
(접두사)
+
κρού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to strike together, to clap
- to bring into collision, to wear out by collision
- to clash together, come into collision
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν οἷσ ἀξιοῖ στρατηγὸν ἄνδρα καὶ τηλικαύτησ ἐξουσίασ κύριον διαλλάττειν μὲν τὰσ διαφερομένασ πόλεισ ἀλλὰ μὴ συγκρούειν πρὸσ ἀλλήλασ, τὴν δὲ Ἑλλάδα μεγάλην ἐκ μικρᾶσ ποιεῖν ὑπεριδόντα τε τῆσ περὶ τὰ μικρὰ φιλοτιμίασ τοῖσ τοιούτοισ ἐπιχειρεῖν ἔργοισ, ἐξ ὧν κατορθώσασ τε πάντων ἡγεμόνων ἐπιφανέστατοσ ἔσται καὶ ἀποτυχὼν τήν γε εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων κτήσεται· (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 6 1:1)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 6 1:1)
- οὐ μὴν ἀλλὰ μόλισ ᾗ προσβολήν τινα ἡ νῆσοσ εἶχεν ἀποβιβάζει τῶν στρατιωτῶν τοὺσ ἀρίστουσ, οἳ κατόπιν ἐπιπεσόντεσ τοῖσ πολεμίοισ τοὺσ μὲν διέφθειρον αὐτῶν, τοὺσ δ’ ἠνάγκαζον ἀποκόπτοντασ τὰ πρυμνήσια τῶν νεῶν καὶ φεύγοντασ ἐκ τῆσ γῆσ ἀλλήλοισ τε συγκρούειν τὰ πλοῖα καὶ ταῖσ ἐμβολαῖσ ταῖσ περὶ τὸν Λούκουλλον ὑποπίπτειν. (Plutarch, Lucullus, chapter 12 4:1)
(플루타르코스, Lucullus, chapter 12 4:1)
- καὶ παρὼν διαίτῃ συγκρούειν, ἀμφοτέρων βουλομένων διαλύεσθαι. (Theophrastus, Characters, 14:1)
(테오프라스토스, Characters, 14:1)
- καὶ τὸ διαβάλλειν ἀλλήλοισ καὶ συγκρούειν καὶ φίλουσ φίλοισ καὶ τὸν δῆμον τοῖσ γνωρίμοισ καὶ τοὺσ πλουσίουσ ἑαυτοῖσ. (Aristotle, Politics, Book 5 282:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 5 282:1)
- εἰ δὲ νῦν μετέγνωκασ, μὴ συγκρούειν μὲν ἡμᾶσ τοὺσ στρατηγοὺσ ἐσ ἀλλήλουσ, Τιτίῳ δὲ σαυτὸν ἐπιτρέπειν· (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 14 9:9)
(아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 14 9:9)
파생어
- ἀνακρούω (확인하다, 억제하다, 제지하다)
- ἀποκρούω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- διακρούω (피하다, 빠져나가다, 제쳐놓다)
- ἐγκρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- ἐκκρούω (쫓아내다, 몰아내다, 좌절시키다)
- ἐπικρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- κρούω (때리다, 두드리다, 타격하다)
- παρακρούω (실망시키다, 당황하게하다, 좌절시키다)
- περικρούω (to strike off all round, having, knocked off)
- προσκρούω (실패하다, 넘어지다, 실수하다)
- ὑποκρούω (방해하다, 중단시키다, 가로막다)