παρέχομαι
Non-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρέχομαι
παρῆλθον
Structure:
παρ
(Prefix)
+
έ̓χ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to go by, beside, or past; to pass by, pass
- (of time) to pass
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ καὶ τόδε λέγει Μεγασθένησ ὑπὲρ ποταμοῦ Ἰνδικοῦ, Σίλαν μὲν εἶναί οἱ οὔνομα, ῥέειν δὲ ἀπὸ κρήνησ ἐπωνύμου τοῦ ποταμοῦ διὰ τῆσ χώρησ τῆσ Σιλέων, καὶ τούτων ἐπωνύμων τοῦ ποταμοῦ τε καὶ τῆσ κρήνησ, τὸ δὲ ὕδωρ παρέχεσθαι τοιόνδε. (Arrian, Indica, chapter 6 2:1)
- καὶ ὁπόταν ὑμῖν οἱ τραγῳδοὶ τὰσ τοιαύτασ φιλίασ ἐπὶ τὴν σκηνὴν ἀναβιβάσαντεσ δεικνύωσιν ἐπαινεῖτε καὶ ἐπικροτεῖτε καὶ κινδυνεύουσιν αὐτοῖσ ὑπὲρ ἀλλήλων οἱ πολλοὶ καὶ ἐπιδακρύετε, αὐτοὶ δὲ οὐδὲν ἄξιον ἐπαίνου ὑπὲρ τῶν φίλων παρέχεσθαι τολμᾶτε, ἀλλ’ ἤν του φίλοσ δεηθεὶσ τύχῃ, αὐτίκα μάλα ὥσπερ τὰ ὀνείρατα οἴχονται ὑμῖν ἐκποδὼν ἀποπτάμεναι αἱ πολλαὶ ἐκεῖναι τραγῳδίαι, τοῖσ κενοῖσ τούτοισ καὶ κωφοῖσ προσωπείοισ ἐοικότασ ὑμᾶσ ἀπολιποῦσαι, ἃ διηρμένα ^ τὸ στόμα καὶ παμμέγεθεσ κεχηνότα οὐδὲ τὸ σμικρότατον φθέγγεται. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 9:6)
- ἤκουε γὰρ ταύτασ ὑψηλὰσ οὔσασ μὴ παρέχεσθαι σκιάν, τὸν δὲ Μέμνονα βοᾶν πρὸσ ἀνατέλλοντα τὸν ἥλιον. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 26:4)
- "καὶ οὐ τοῦτο δεινόν ἐστι, ὅτι τοσούτων ὄντων φιλοσόφων μόνοι σχεδὸν ἀσύμβολοι τῶν ἐν ταῖσ πόλεσιν ἀγαθῶν κοινωνοῦσιν ἀλλ’ ὅτι καὶ τραγῳδιῶν ποιηταὶ καὶ κωμῳδιῶν ἀεί τι πειρῶνται χρήσιμον παρέχεσθαι καὶ λέγειν ὑπὲρ νόμων καὶ πολιτείασ· (Plutarch, Adversus Colotem, section 336)
- Διόδωροσ δ’ ὁ Σικελιώτησ ἐν τοῖσ περὶ Βιβλιοθήκησ Ἀκραγαντίνουσ φησὶ κατασκευάσαι Γέλωνι κολυμβήθραν πολυτελῆ τὸ περίμετρον ἔχουσαν σταδίων ζ’, βάθοσ δὲ πηχῶν κ’, εἰσ ἣν ἐπαγομένων ποταμίων καὶ κρηναίων ὑδάτων ἰχθυοτροφεῖον εἶναι καὶ πολλοὺσ παρέχεσθαι ἰχθῦσ εἰσ τὴν τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν τῷ Γέλωνι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 591)
Synonyms
-
to go by
-
to pass
- ἐξορίζω (to pass)
- παρακίω (to pass by)
- παραμείβω (to pass)
- παραμείβω (to pass, go by)
- παρέρπω (to pass by)
- παροδεύω (to pass by)
- περάω (to pass to or from)
- παρεξέρχομαι (to pass over)
- παραλείπω (I pass over, pass by)
- μέτειμι (to pass over)
- ὑπερέρχομαι (to pass over)
- διήκω (to pass over)
- παράγω (to pass away)
- διεξέρχομαι (to go through, pass through)
- διέξειμι (to go out through, pass through)
- διέρχομαι (to go through, pass through)
- παρήκω (to pass forth)
- μεταβαίνω (having passed to another)
- παρεγγυάω (to pass on, along)
- παρίημι (to let pass)
- ἐνδιημερεύω (to pass the day in)
- πρόειμι (to pass on to, begin)
- διανυκτερεύω (to pass the night)
- καταδαρθάνω (to pass the night)
- ἐαρίζω (to pass the spring)
- παραπορεύομαι (to go past, to pass)
- παραστείχω (to go past, pass by)
- πολεμέω (hostilities passed)
- παρασιγάω (to pass by in silence)
- διεκπεράω (to pass by, overlook)
- διαχειμάζω (to pass the winter)
- ἐπιχειμάζω (to pass the winter at)
Derived
- ἀνέχω (to hold up, in fight, to lift up)
- ἀντέχω (to hold against, to hold, against one's)
- ἀπέχω (to keep off or away from, to keep off, to keep apart)
- διέχω (to keep apart or separate, to keep off, to go through)
- εἰσέχω (to stretch into, reach, extend)
- ἐνέχω (to hold within, to lay up, cherish inward)
- ἐξανέχω (to hold up from, to jut out from, to bear up against)
- ἐξέχω (to stand out or project from, to stand out, appear)
- ἐπανέχω (to hold up, support)
- ἐπέχω (I have or hold upon, I hold out to, present)
- ἔχω (I have, possess, contain)
- κατέχω (to hold fast, to hold back, withhold)
- μετέχω (to partake of, enjoy a share of, share in)
- παρακατέχω (to keep back, restrain, detain)
- παρέχω (, I hold beside, hold in readiness)
- περιέχω (to encompass, embrace, surround)
- προέχω (to hold before, to hold before oneself, hold out before one)
- προκατέχω (to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, to hold down before oneself)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (I hold to, offer, I bring to)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (to hold or keep together, to enclose, encompass)
- ὑπερέχω (to hold, over, to hold)
- ὑπέχω (to hold or put under, supposita de matre), to hold out the hand to receive)