Ancient Greek-English Dictionary Language

συμβάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμβάλλω συμβέβληκα συμέβαλον

Structure: συμ (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sumblh/thn, -blh/menai, intr. in Hom.

Sense

  1. to throw together, dash together, to unite
  2. to throw together, collect
  3. to come together, meet
  4. to close, meet her eyes with mine?
  5. to join, unite, to twist, to join, thrown in heaps
  6. to make a contract with, to lend, on bond, lent
  7. to contribute, lend, contribute, to contribute, contribute [their share], of
  8. to add one's
  9. to converse, conferre sermonem, to have, to say
  10. to bring, together, to set, together, match, to join in fight.
  11. to come together, engage, to come to blows, with
  12. to bandy
  13. to fall in wit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμβάλλω συμβάλλεις συμβάλλει
Dual συμβάλλετον συμβάλλετον
Plural συμβάλλομεν συμβάλλετε συμβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular συμβάλλω συμβάλλῃς συμβάλλῃ
Dual συμβάλλητον συμβάλλητον
Plural συμβάλλωμεν συμβάλλητε συμβάλλωσιν*
OptativeSingular συμβάλλοιμι συμβάλλοις συμβάλλοι
Dual συμβάλλοιτον συμβαλλοίτην
Plural συμβάλλοιμεν συμβάλλοιτε συμβάλλοιεν
ImperativeSingular συμβάλλε συμβαλλέτω
Dual συμβάλλετον συμβαλλέτων
Plural συμβάλλετε συμβαλλόντων, συμβαλλέτωσαν
Infinitive συμβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμβαλλων συμβαλλοντος συμβαλλουσα συμβαλλουσης συμβαλλον συμβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμβάλλομαι συμβάλλει, συμβάλλῃ συμβάλλεται
Dual συμβάλλεσθον συμβάλλεσθον
Plural συμβαλλόμεθα συμβάλλεσθε συμβάλλονται
SubjunctiveSingular συμβάλλωμαι συμβάλλῃ συμβάλληται
Dual συμβάλλησθον συμβάλλησθον
Plural συμβαλλώμεθα συμβάλλησθε συμβάλλωνται
OptativeSingular συμβαλλοίμην συμβάλλοιο συμβάλλοιτο
Dual συμβάλλοισθον συμβαλλοίσθην
Plural συμβαλλοίμεθα συμβάλλοισθε συμβάλλοιντο
ImperativeSingular συμβάλλου συμβαλλέσθω
Dual συμβάλλεσθον συμβαλλέσθων
Plural συμβάλλεσθε συμβαλλέσθων, συμβαλλέσθωσαν
Infinitive συμβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμβαλλομενος συμβαλλομενου συμβαλλομενη συμβαλλομενης συμβαλλομενον συμβαλλομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μέγα γὰρ μέροσ συμβάλλεται τὸ πλῆθοσ αὐτοῖσ πρὸσ τὸ δοκεῖν ἀληθῆ λέγειν· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 10 2:6)
  • δοκέει δέ μοι, μέγα ἐσ ἀγρυπνίην συμβάλλεται καὶ τῆσ πτώσιοσ ἡ ὀρρωδίη. (Lucian, De Syria dea, (no name) 29:13)
  • πρὸσ δὲ τούτοισ καὶ πρὸσ ἀνδρίαν συμβάλλεται μεγάλα· (Aristotle, Economics, Book 1 13:1)
  • ἡ μὲν οὖν πρὸσ τὰ εὐώδη καὶ κινοῦντα ταῖσ ἀποφοραῖσ τὴν ὄσφρησιν οἰκείωσ ἡδονὴ πρὸσ τῷ τὸ ὄφελοσ καὶ προῖκα καὶ ἁπλοῦν ἔχειν ἅμα χρείαν τινὰ συμβάλλεται τῇ διαγνώσει τῆσ τροφῆσ. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 72)
  • οὕτω μὲν γάρ, ἢν ἄρτιοι ὦσιν οἱ ἀγωνισταί, οἱο͂ν ὀκτὼ ἢ τέτταρεσ ἢ δώδεκα, ἢν δὲ περιττοί, πέντε ἑπτὰ ἐννέα, γράμμα τι περιττὸν ἑνὶ κλήρῳ ἐγγραφὲν συμβάλλεται αὐτοῖσ, ἀντίγραφον ἄλλο οὐκ ἔχον. (Lucian, 85:3)

Synonyms

  1. to throw together

  2. to throw together

  3. to come together

  4. to add one's

  5. to bring

  6. to come together

  7. to bandy

  8. to fall in wit

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION