Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταβάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταβάλλω συγκαταβαλῶ

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw down along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβάλλω συγκαταβάλλεις συγκαταβάλλει
Dual συγκαταβάλλετον συγκαταβάλλετον
Plural συγκαταβάλλομεν συγκαταβάλλετε συγκαταβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταβάλλω συγκαταβάλλῃς συγκαταβάλλῃ
Dual συγκαταβάλλητον συγκαταβάλλητον
Plural συγκαταβάλλωμεν συγκαταβάλλητε συγκαταβάλλωσιν*
OptativeSingular συγκαταβάλλοιμι συγκαταβάλλοις συγκαταβάλλοι
Dual συγκαταβάλλοιτον συγκαταβαλλοίτην
Plural συγκαταβάλλοιμεν συγκαταβάλλοιτε συγκαταβάλλοιεν
ImperativeSingular συγκαταβάλλε συγκαταβαλλέτω
Dual συγκαταβάλλετον συγκαταβαλλέτων
Plural συγκαταβάλλετε συγκαταβαλλόντων, συγκαταβαλλέτωσαν
Infinitive συγκαταβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαλλων συγκαταβαλλοντος συγκαταβαλλουσα συγκαταβαλλουσης συγκαταβαλλον συγκαταβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβάλλομαι συγκαταβάλλει, συγκαταβάλλῃ συγκαταβάλλεται
Dual συγκαταβάλλεσθον συγκαταβάλλεσθον
Plural συγκαταβαλλόμεθα συγκαταβάλλεσθε συγκαταβάλλονται
SubjunctiveSingular συγκαταβάλλωμαι συγκαταβάλλῃ συγκαταβάλληται
Dual συγκαταβάλλησθον συγκαταβάλλησθον
Plural συγκαταβαλλώμεθα συγκαταβάλλησθε συγκαταβάλλωνται
OptativeSingular συγκαταβαλλοίμην συγκαταβάλλοιο συγκαταβάλλοιτο
Dual συγκαταβάλλοισθον συγκαταβαλλοίσθην
Plural συγκαταβαλλοίμεθα συγκαταβάλλοισθε συγκαταβάλλοιντο
ImperativeSingular συγκαταβάλλου συγκαταβαλλέσθω
Dual συγκαταβάλλεσθον συγκαταβαλλέσθων
Plural συγκαταβάλλεσθε συγκαταβαλλέσθων, συγκαταβαλλέσθωσαν
Infinitive συγκαταβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαλλομενος συγκαταβαλλομενου συγκαταβαλλομενη συγκαταβαλλομενης συγκαταβαλλομενον συγκαταβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβαλῶ συγκαταβαλεῖς συγκαταβαλεῖ
Dual συγκαταβαλεῖτον συγκαταβαλεῖτον
Plural συγκαταβαλοῦμεν συγκαταβαλεῖτε συγκαταβαλοῦσιν*
OptativeSingular συγκαταβαλοῖμι συγκαταβαλοῖς συγκαταβαλοῖ
Dual συγκαταβαλοῖτον συγκαταβαλοίτην
Plural συγκαταβαλοῖμεν συγκαταβαλοῖτε συγκαταβαλοῖεν
Infinitive συγκαταβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαλων συγκαταβαλουντος συγκαταβαλουσα συγκαταβαλουσης συγκαταβαλουν συγκαταβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταβαλοῦμαι συγκαταβαλεῖ, συγκαταβαλῇ συγκαταβαλεῖται
Dual συγκαταβαλεῖσθον συγκαταβαλεῖσθον
Plural συγκαταβαλούμεθα συγκαταβαλεῖσθε συγκαταβαλοῦνται
OptativeSingular συγκαταβαλοίμην συγκαταβαλοῖο συγκαταβαλοῖτο
Dual συγκαταβαλοῖσθον συγκαταβαλοίσθην
Plural συγκαταβαλοίμεθα συγκαταβαλοῖσθε συγκαταβαλοῖντο
Infinitive συγκαταβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταβαλουμενος συγκαταβαλουμενου συγκαταβαλουμενη συγκαταβαλουμενης συγκαταβαλουμενον συγκαταβαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to throw down along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION