Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταρρίπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταρρίπτω συγκαταρρίψω

Structure: συγ (Prefix) + καταρρίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw down together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταρρίπτω συγκαταρρίπτεις συγκαταρρίπτει
Dual συγκαταρρίπτετον συγκαταρρίπτετον
Plural συγκαταρρίπτομεν συγκαταρρίπτετε συγκαταρρίπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταρρίπτω συγκαταρρίπτῃς συγκαταρρίπτῃ
Dual συγκαταρρίπτητον συγκαταρρίπτητον
Plural συγκαταρρίπτωμεν συγκαταρρίπτητε συγκαταρρίπτωσιν*
OptativeSingular συγκαταρρίπτοιμι συγκαταρρίπτοις συγκαταρρίπτοι
Dual συγκαταρρίπτοιτον συγκαταρριπτοίτην
Plural συγκαταρρίπτοιμεν συγκαταρρίπτοιτε συγκαταρρίπτοιεν
ImperativeSingular συγκατάρριπτε συγκαταρριπτέτω
Dual συγκαταρρίπτετον συγκαταρριπτέτων
Plural συγκαταρρίπτετε συγκαταρριπτόντων, συγκαταρριπτέτωσαν
Infinitive συγκαταρρίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταρριπτων συγκαταρριπτοντος συγκαταρριπτουσα συγκαταρριπτουσης συγκαταρριπτον συγκαταρριπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταρρίπτομαι συγκαταρρίπτει, συγκαταρρίπτῃ συγκαταρρίπτεται
Dual συγκαταρρίπτεσθον συγκαταρρίπτεσθον
Plural συγκαταρριπτόμεθα συγκαταρρίπτεσθε συγκαταρρίπτονται
SubjunctiveSingular συγκαταρρίπτωμαι συγκαταρρίπτῃ συγκαταρρίπτηται
Dual συγκαταρρίπτησθον συγκαταρρίπτησθον
Plural συγκαταρριπτώμεθα συγκαταρρίπτησθε συγκαταρρίπτωνται
OptativeSingular συγκαταρριπτοίμην συγκαταρρίπτοιο συγκαταρρίπτοιτο
Dual συγκαταρρίπτοισθον συγκαταρριπτοίσθην
Plural συγκαταρριπτοίμεθα συγκαταρρίπτοισθε συγκαταρρίπτοιντο
ImperativeSingular συγκαταρρίπτου συγκαταρριπτέσθω
Dual συγκαταρρίπτεσθον συγκαταρριπτέσθων
Plural συγκαταρρίπτεσθε συγκαταρριπτέσθων, συγκαταρριπτέσθωσαν
Infinitive συγκαταρρίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταρριπτομενος συγκαταρριπτομενου συγκαταρριπτομενη συγκαταρριπτομενης συγκαταρριπτομενον συγκαταρριπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to throw down together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION