πρᾶξις
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πρᾶξις
πράξεως
형태분석:
πραξι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 소송, 활동, 행동, 활성
- 성공, 운
- 업무, 일, 상업
- 일, 작업, 업무
- 성교, 성관계
- 길, 실제, 실용
- 정부, 사정, 현상
- deed, action, activity
- business dealing
- success
- collection of debts, arrears
- business, office
- work, treatise
- magic spell
- sexual intercourse
- conduct, practice
- state, condition
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ δίκαιον τοίνυν παρὰ τῶν ἰατρῶν τὴν ὁμοίαν ἐπ’ ἀμφοῖν θεραπείαν ἀπαιτεῖν, εἰδότασ ὡσ πολὺ τοὐν μέσῳ, βίῳ παντὶ καὶ πράξεσιν ὅλαισ καὶ πᾶσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐξ ἀρχῆσ εὐθὺσ κεχωρισμένων. (Lucian, Abdicatus, (no name) 29:1)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 29:1)
- αἰδοῦμαι μὲν οὖν ὑπὲρ ἀμφοῖν, ὑπέρ τε σοῦ καὶ ἐμαυτοῦ σοῦ μέν, ἀξιοῦντοσ μνήμῃ καὶ γραφῇ παραδοθῆναι ἄνδρα τρισκατάρατον, ἐμαυτοῦ δέ, σπουδὴν ποιουμένου ἐπὶ τοιαύτῃ ἱστορίᾳ καὶ πράξεσιν ἀνθρώπου, ὃν οὐκ ἀναγιγνώσκεσθαι πρὸσ τῶν πεπαιδευμένων ἦν ἄξιον, ἀλλ’ ἐν πανδήμῳ τινὶ μεγίστῳ θεάτρῳ ὁρᾶσθαι ὑπὸ πιθήκων ἢ ἀλωπέκων σπαραττόμενον. (Lucian, Alexander, (no name) 2:1)
(루키아노스, Alexander, (no name) 2:1)
- ἢ τίσ οὐκ ἂν καταγελάσειεν ὑμῶν τῶν τούτου τολμώντων ἀκούειν, ἀντιθεὶσ ἐφ’ αἷσ οὗτοσ σεμνύνεται πράξεσιν ἐκείνασ ἃσ Τιμόθεοσ ὑμᾶσ καὶ Κόνων εὐεργέτησαν; (Dinarchus, Speeches, 19:2)
(디나르코스, 연설, 19:2)
- διὸ καὶ οὐχ ὅσιον ὑμῖν ἐστὶ ταύτασ ἀκύρουσ ποιεῖν, οὐδὲ τοὺσ θεοὺσ ὀμωμοκόσι περὶ ταύτησ τῆσ κρίσεωσ ταῖσ αὐτῶν τῶν θεῶν πράξεσιν ἐναντίαν τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν. (Dinarchus, Speeches, 104:4)
(디나르코스, 연설, 104:4)
- ἔπειτα τὸν ἐν μὲν ταῖσ πολεμικαῖσ πράξεσιν ἄπιστον γεγενημένον, ἐν δὲ ταῖσ κατὰ τὴν πόλιν οἰκονομίαισ ἄχρηστον, περιεορακότα δὲ τοὺσ ἀντιπολιτευομένουσ ἅπαντα διαπεπραγμένουσ ὅσ’ ἐβουλήθησαν, μεταβεβλημένον δ’ αὐτὸν καὶ τὰσ ὑπὲρ τοῦ δήμου πράξεισ ἐγκαταλελοιπότα, τοῦτον περιποιῆσαι βουλήσεσθε; (Dinarchus, Speeches, 117:1)
(디나르코스, 연설, 117:1)
유의어
-
소송
-
성공
-
업무
- χωρίον (업무, 판공실, 사무실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
-
일
-
magic spell
- κήλημα (주문, 마법, 마법 주문)
- μάγευμα (애교)
- υἱύς ( Alternative spelling of υἱός )
- μᾶκος ( Alternative spelling of μῆκος )
- οἰήϊον ( Alternative spelling of οἴαξ )
- ὄνυμα ( Alternative spelling of ὄνομᾰ )
- ὄρανος ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- ὀστοῦν ( Alternative spelling of ὀστέον )
- πυλεών (Alternative spelling of πυλών .)
- ὡροσκόπιον (Alternative spelling of ὡροσκοπεῖον )
- σπόνδυλος (Alternative spelling of σφόνδυλος )
- συγγενεύς (Alternative spelling of συγγενής )
- ὠρανός ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- σωρείτης (Alternative spelling of σωρίτης )
- σύρφος (Alternative spelling of σέρφος )
- λάγηνος (Alternative spelling of λάγυνος )
- ἀββᾶς (Alternative spelling of ἀββα )
- ἄνισον (Alternative spelling of ἄνηθον )
- ἀρτύς (Alternative spelling of ἀρθμός )
- ξῖ (Alternative spelling of ξεῖ "xi")
- Ἰερουσαλήμ ([[Ierousalhm2|]])
- ἴλαρχος (Alternative spelling of ἰλάρχης )
- καστάνεια (Alternative spelling of κάστανον )
- κρῖ ( Alternative spelling of κριθή )
- κοπάδιον (Alternative spelling of κόπαιον )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβήθρα )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολύμβησις )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβίς )
-
성교
-
정부
- σχέσις (정부, 사정, 현상)
- ῥυθμός (정부, 사정, 현상)
- πάθος (정부, 사정, 현상)
- κατάστημα (a condition or state)
- κατάστασις (정부, 사정, 현상)
- πονηρία (저질, 나쁜 상태, 불량)
- κατασκευή (사정, 특별, 모양)
- ἀντιστοιχίᾱ (the state or condition of standing opposite in pairs)
- ὑγίεια (건강, 건전, 견실)