ὑγίεια?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: hygieia
고전 발음: [휘기에이아]
신약 발음: [위기이아]
기본형:
ὑγίεια
ὑγίειης
형태분석:
ὑγιει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 건강, 건전, 견실, 안녕
- 건전, 타당
- health, soundness, healthy states or conditions
- soundness
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίου, καὶ σῶμα εὔρωστον ἢ ὄλβος ἀμέτρητος. (Septuagint, Liber Sirach 30:15)
(70인역 성경, Liber Sirach 30:15)
- αὐτοῖς τρίγωνον, τὸ δἰ ἀλλήλων, τὸ πεντάγραμμον, ᾧ συμβόλῳ πρὸς τοὺς ὁμοδόξους ἐχρῶντο, ὑγίεια πρὸς αὐτῶν ὠνομάζετο, καὶ ὅλως ἡγοῦντο τῷ μὲν ὑγιαίνειν τὸ εὖ πράττειν καὶ τὸ χαίρειν εἶναι, οὔτε δὲ τῷ εὖ πράττειν οὔτε τῷ χαίρειν πάντως καὶ τὸ ὑγιαίνειν. (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 11:1)
(루키아노스, Pro lapsu inter salutandum 11:1)
- Ὑγιαίνειν μὲν ἄριστον, τὸ δεύτερον καλὸν γενέσθαι, τρίτον δὲ πλουτεῖν, τοῦ χαίρειν δὲ τὸ παράπαν οὐκ ἐμνήσθη, ἵνα σοι μὴ τὸ γνωριμώτατον ἐκεῖνο καὶ πᾶσι διὰ στόματος λέγω, ὑγίεια, πρεσβίστα μακάρων, μετὰ σεῦ ναίοιμι τὸ λειπόμενον βιοτᾶς: (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 15:1)
(루키아노스, Pro lapsu inter salutandum 15:1)
- ὥστε εἰ πρεσβίστη ἐστὶν ὑγίεια, καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς τὸ ὑγιαίνειν προτακτέον τῶν ἄλλων ἀγαθῶν. (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 15:2)
(루키아노스, Pro lapsu inter salutandum 15:2)
- οὐ χρυσίον ἡ φρόνησίς ἐστιν οὐδ ἀργύριον οὐδὲ δόξα οὐδὲ πλοῦτος οὐδ ὑγίεια οὐδ ἰσχὺς οὐδὲ κάλλος. (Plutarch, De fortuna, chapter, section 61)
(플루타르코스, De fortuna, chapter, section 61)
- εὐλογητὸς εἶ ὅτι ἠλέησας δύο μονογενεῖς. ποίησον αὐτοῖς, δέσποτα, ἔλεος, συντέλεσον τὴν ζωὴν αὐτῶν ἐν ὑγιείᾳ μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἐλέους. (Septuagint, Liber Thobis 8:17)
(70인역 성경, 토빗기 8:17)
- καὶ γὰρ ἂν καὶ ὄφελος γένοιτὸ τί σοι ἐκ τοῦ συγγράμματος διπλοῦν τὸ μὲν εὐθυμία τις καὶ ἐλπὶς ἀγαθὴ καὶ αὐτὸν ἐπὶ μήκιστον δύνασθαι βιῶναι, τὸ δὲ διδασκαλία τις ἐκ παραδειγμάτων, εἰ ἐπιγνοίης ὅτι οἱ μάλιστα ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν ποιησάμενοι κατά τε σῶμα καὶ κατὰ ψυχήν, οὗτοι δὴ εἰς μακρότατον γῆρας ἦλθον σὺν ὑγιείᾳ παντελεῖ. (Lucian, Macrobii, (no name) 2:3)
(루키아노스, Macrobii, (no name) 2:3)
유의어
-
건강
- κατάστασις (정부, 사정, 현상)
- κατάστημα (a condition or state)
- πάθος (정부, 사정, 현상)
- πρᾶξις (정부, 사정, 현상)
- ῥυθμός (정부, 사정, 현상)
- σχέσις (정부, 사정, 현상)
-
건전
- ἤχημα (소리, 음, 소음)
- φωνή (소리, 음)
- τριοτό (소리, 음)
- ἐνοπή (소리, 음)
- κελάδημα (a rushing sound)
- καλλιβόας (beautiful-sounding)
- καλλιφωνία (beauty of sound)
- κελαδῆτις (loud-sounding)
- καταπειρατηρία (a sounding-line)
- φθέγμα (목소리, 소리, 태)
- φθόγγος (a sound or voice)
- ἠχή (소리, 소음, 음)
- κεροβόας (horn-sounding)
- κέλαδος (the sound of music)
- ἰά (소리, 음, 소음)
- σύριγμα (the sound of a pipe)
- ὄσσα (소리, 음, 소음)