φθέγμα
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
φθέγμα
φθέγματος
형태분석:
φθεγματ
(어간)
뜻
- 목소리, 소리, 태
- 말, 언어, 담화
- 말, 단어, 소리
- 부르짖음, 으르렁거림, 울부짖기, 포효
- the sound of the voice, a voice
- language, speech
- a saying, word
- cries, roaring, grinding
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐδὲ ἔλεγχοσ ὑμῶν ρήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ρήματοσ ἀνέξομαι. (Septuagint, Liber Iob 6:26)
(70인역 성경, 욥기 6:26)
- φυλάξασθε τοίνυν γογγυσμὸν ἀνωφελῆ καὶ ἀπὸ καταλαλιᾶσ φείσασθε γλώσσησ. ὅτι φθέγμα λαθραῖον κενὸν οὐ πορεύσεται, στόμα δὲ καταψευδόμενον ἀναιρεῖ ψυχήν. (Septuagint, Liber Sapientiae 1:11)
(70인역 성경, 지혜서 1:11)
- ἃ δ’ οἱ γέροντεσ ποιοῦσιν , ὅταν μεθυσθῶσιν τοῦ ὕδατοσ, οὐκ ἀλλότριον εἰπεῖν ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνόσ, αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνόσ ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ βεβαπτισμένῳ ἐοίκεν, εἶτα ἄφνω φωνή τε λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορὸν καὶ πνεῦμα λιγυρὸν ἐγγίγνεται αὐτῷ καὶ λαλίστατοσ ἐξ ἀφωνοτάτου ἐστίν, οὐδ’ ἂν ’ἐπιστομίσασ παύσειασ αὐτὸν μὴ οὐχὶ συνεχῆ λαλεῖν καὶ ῥήσεισ μακρὰσ συνείρειν. (Lucian, (no name) 7:2)
(루키아노스, (no name) 7:2)
- καὶ τὰ πρῶτα μὲν εἰρηνικῶσ ἐνάρχονται τῶν πρὸσ ἀλλήλουσ λόγων, προιούσησ δὲ τῆσ συνουσίασ ἐπιτείνουσι τὸ φθέγμα μέχρι πρὸσ τὸ ὄρθιον, ὥστε ὑπερδιατεινομένων καὶ ἅμα λέγειν ἐθελόντων τό τε πρόσωπον ἐρυθριᾷ καὶ ὁ τράχηλοσ οἰδεῖ καὶ αἱ φλέβεσ ἐξανίστανται ὥσπερ τῶν αὐλητῶν ὁπόταν εἰσ στενὸν τὸν αὐλὸν ἐμπνεῖν βιάζωνται. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:9)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:9)
- πᾶσ ^ δὲ ὁ τόνοσ τοῦ φθέγματοσ οἱο͂σ ἁπαλώτατοσ, οὔτε βαρὺσ ὡσ εἰσ τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸσ ὡσ θηλύτατόσ τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτοσ, ἀλλ’ οἱο͂σ γένοιτ’ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺσ καὶ προσηνὴσ καὶ πράωσ παραδυόμενοσ εἰσ τὴν ἀκοήν, ὡσ καὶ παυσαμένησ ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦσ μεστὰ ἐπὶ τῆσ ψυχῆσ ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)
(루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)
- Καὶ μὴν οὐ πάνυ καλόσ, ὦ Σάμιππε, ὁ μειρακίσκοσ ἔδοξέ μοι, ὡσ ἂν καὶ Ἀδείμαντον ἐκπλῆξαι, ᾧ τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται, πάντεσ ἐλεύθεροι, στωμύλοι τὸ φθέγμα, παλαίστρασ ἀποπνέοντεσ, οἷσ καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννέσ· (Lucian, 4:5)
(루키아노스, 4:5)
유의어
-
목소리
- φθόγγος (a sound or voice)
- ἡδυφωνία (sweetness of voice or sound)
- γήρυμα (소리, 목소리, 음)
- ἐνοπή (목소리, 소리)
- ὄψ (목소리, 소리)
- ἦχος (목소리, 소리)
- ὄσσα (목소리, 소리)
- ὑγίεια (건전, 타당)
- τριοτό (소리, 음)
- ἤχημα (소리, 음, 소음)
- φωνή (소리, 음)
- ἐνοπή (소리, 음)
-
말
-
말