헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιέχω περισχήσω περιέσχον

형태분석: περι (접두사) + έ̓χ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 포위하다, 에워싸다, 안다
  2. 둘러싸다, 포위하다
  3. 이해하다, 포함하다, 안다, 품다
  4. 이기다, 극복하다, 압도하다, 획득하다
  5. 보호하다, 지키다, 방어하다, 막다
  6. 거치적거리다, 고수하다, 고집하다
  1. to encompass, embrace, surround
  2. to surround
  3. to be shut in or beleaguered
  4. to embrace, comprise, comprehend
  5. to overcome, gain the victory, to outflank
  6. to hold one's arms round, take charge of, to protect
  7. to cling to, be fond of
  8. he was urgent with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέχω

(나는) 둘러싼다

περιέχεις

(너는) 둘러싼다

περιέχει

(그는) 둘러싼다

쌍수 περιέχετον

(너희 둘은) 둘러싼다

περιέχετον

(그 둘은) 둘러싼다

복수 περιέχομεν

(우리는) 둘러싼다

περιέχετε

(너희는) 둘러싼다

περιέχουσιν*

(그들은) 둘러싼다

접속법단수 περιέχω

(나는) 둘러싸자

περιέχῃς

(너는) 둘러싸자

περιέχῃ

(그는) 둘러싸자

쌍수 περιέχητον

(너희 둘은) 둘러싸자

περιέχητον

(그 둘은) 둘러싸자

복수 περιέχωμεν

(우리는) 둘러싸자

περιέχητε

(너희는) 둘러싸자

περιέχωσιν*

(그들은) 둘러싸자

기원법단수 περιέχοιμι

(나는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέχοις

(너는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέχοι

(그는) 둘러싸기를 (바라다)

쌍수 περιέχοιτον

(너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

περιεχοίτην

(그 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

복수 περιέχοιμεν

(우리는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέχοιτε

(너희는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέχοιεν

(그들은) 둘러싸기를 (바라다)

명령법단수 περιέχε

(너는) 둘러싸라

περιεχέτω

(그는) 둘러싸라

쌍수 περιέχετον

(너희 둘은) 둘러싸라

περιεχέτων

(그 둘은) 둘러싸라

복수 περιέχετε

(너희는) 둘러싸라

περιεχόντων, περιεχέτωσαν

(그들은) 둘러싸라

부정사 περιέχειν

둘러싸는 것

분사 남성여성중성
περιεχων

περιεχοντος

περιεχουσα

περιεχουσης

περιεχον

περιεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέχομαι

(나는) 둘러싸여진다

περιέχει, περιέχῃ

(너는) 둘러싸여진다

περιέχεται

(그는) 둘러싸여진다

쌍수 περιέχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여진다

περιέχεσθον

(그 둘은) 둘러싸여진다

복수 περιεχόμεθα

(우리는) 둘러싸여진다

περιέχεσθε

(너희는) 둘러싸여진다

περιέχονται

(그들은) 둘러싸여진다

접속법단수 περιέχωμαι

(나는) 둘러싸여지자

περιέχῃ

(너는) 둘러싸여지자

περιέχηται

(그는) 둘러싸여지자

쌍수 περιέχησθον

(너희 둘은) 둘러싸여지자

περιέχησθον

(그 둘은) 둘러싸여지자

복수 περιεχώμεθα

(우리는) 둘러싸여지자

περιέχησθε

(너희는) 둘러싸여지자

περιέχωνται

(그들은) 둘러싸여지자

기원법단수 περιεχοίμην

(나는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέχοιο

(너는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέχοιτο

(그는) 둘러싸여지기를 (바라다)

쌍수 περιέχοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιεχοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

복수 περιεχοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέχοισθε

(너희는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέχοιντο

(그들은) 둘러싸여지기를 (바라다)

명령법단수 περιέχου

(너는) 둘러싸여져라

περιεχέσθω

(그는) 둘러싸여져라

쌍수 περιέχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여져라

περιεχέσθων

(그 둘은) 둘러싸여져라

복수 περιέχεσθε

(너희는) 둘러싸여져라

περιεχέσθων, περιεχέσθωσαν

(그들은) 둘러싸여져라

부정사 περιέχεσθαι

둘러싸여지는 것

분사 남성여성중성
περιεχομενος

περιεχομενου

περιεχομενη

περιεχομενης

περιεχομενον

περιεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισχήσω

(나는) 둘러싸겠다

περισχήσεις

(너는) 둘러싸겠다

περισχήσει

(그는) 둘러싸겠다

쌍수 περισχήσετον

(너희 둘은) 둘러싸겠다

περισχήσετον

(그 둘은) 둘러싸겠다

복수 περισχήσομεν

(우리는) 둘러싸겠다

περισχήσετε

(너희는) 둘러싸겠다

περισχήσουσιν*

(그들은) 둘러싸겠다

기원법단수 περισχήσοιμι

(나는) 둘러싸겠기를 (바라다)

περισχήσοις

(너는) 둘러싸겠기를 (바라다)

περισχήσοι

(그는) 둘러싸겠기를 (바라다)

쌍수 περισχήσοιτον

(너희 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

περισχησοίτην

(그 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

복수 περισχήσοιμεν

(우리는) 둘러싸겠기를 (바라다)

περισχήσοιτε

(너희는) 둘러싸겠기를 (바라다)

περισχήσοιεν

(그들은) 둘러싸겠기를 (바라다)

부정사 περισχήσειν

둘러쌀 것

분사 남성여성중성
περισχησων

περισχησοντος

περισχησουσα

περισχησουσης

περισχησον

περισχησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισχήσομαι

(나는) 둘러싸여지겠다

περισχήσει, περισχήσῃ

(너는) 둘러싸여지겠다

περισχήσεται

(그는) 둘러싸여지겠다

쌍수 περισχήσεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠다

περισχήσεσθον

(그 둘은) 둘러싸여지겠다

복수 περισχησόμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠다

περισχήσεσθε

(너희는) 둘러싸여지겠다

περισχήσονται

(그들은) 둘러싸여지겠다

기원법단수 περισχησοίμην

(나는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

περισχήσοιο

(너는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

περισχήσοιτο

(그는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

쌍수 περισχήσοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

περισχησοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

복수 περισχησοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

περισχήσοισθε

(너희는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

περισχήσοιντο

(그들은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

부정사 περισχήσεσθαι

둘러싸여질 것

분사 남성여성중성
περισχησομενος

περισχησομενου

περισχησομενη

περισχησομενης

περισχησομενον

περισχησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίειχον

(나는) 둘러싸고 있었다

περίειχες

(너는) 둘러싸고 있었다

περίειχεν*

(그는) 둘러싸고 있었다

쌍수 περιεῖχετον

(너희 둘은) 둘러싸고 있었다

περιείχετην

(그 둘은) 둘러싸고 있었다

복수 περιεῖχομεν

(우리는) 둘러싸고 있었다

περιεῖχετε

(너희는) 둘러싸고 있었다

περίειχον

(그들은) 둘러싸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιείχομην

(나는) 둘러싸여지고 있었다

περιεῖχου

(너는) 둘러싸여지고 있었다

περιεῖχετο

(그는) 둘러싸여지고 있었다

쌍수 περιεῖχεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다

περιείχεσθην

(그 둘은) 둘러싸여지고 있었다

복수 περιείχομεθα

(우리는) 둘러싸여지고 있었다

περιεῖχεσθε

(너희는) 둘러싸여지고 있었다

περιεῖχοντο

(그들은) 둘러싸여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέσχον

(나는) 둘러쌌다

περιέσχες

(너는) 둘러쌌다

περιέσχεν*

(그는) 둘러쌌다

쌍수 περιέσχετον

(너희 둘은) 둘러쌌다

περιεσχέτην

(그 둘은) 둘러쌌다

복수 περιέσχομεν

(우리는) 둘러쌌다

περιέσχετε

(너희는) 둘러쌌다

περιέσχον

(그들은) 둘러쌌다

명령법단수 περισχέ

(너는) 둘러쌌어라

περισχέτω

(그는) 둘러쌌어라

쌍수 περισχέτον

(너희 둘은) 둘러쌌어라

περισχέτων

(그 둘은) 둘러쌌어라

복수 περισχέτε

(너희는) 둘러쌌어라

περισχόντων

(그들은) 둘러쌌어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 둘러싸다

  2. 둘러싸다

  3. to be shut in or beleaguered

  4. 거치적거리다

  5. he was urgent with

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION