헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκλείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκλείω

형태분석: ἀπο (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닫다, 얻다, 획득하다, 알아듣다, 먹다, 덮다, 밝게 하다
  2. 닫다, 가두다, 폐쇄하다, 감다, 감기다
  3. 가두다, 닫다
  4. 끊다, 가로채다, 잠그다, 닫다
  1. to shut off from or out of, debar, to shut, out, to get, debarred from
  2. to shut out or exclude from
  3. to shut up, to bar, close, to be closed
  4. to shut up
  5. to shut out, intercept, bar

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλείω

(나는) 닫는다

ἀποκλείεις

(너는) 닫는다

ἀποκλείει

(그는) 닫는다

쌍수 ἀποκλείετον

(너희 둘은) 닫는다

ἀποκλείετον

(그 둘은) 닫는다

복수 ἀποκλείομεν

(우리는) 닫는다

ἀποκλείετε

(너희는) 닫는다

ἀποκλείουσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 ἀποκλείω

(나는) 닫자

ἀποκλείῃς

(너는) 닫자

ἀποκλείῃ

(그는) 닫자

쌍수 ἀποκλείητον

(너희 둘은) 닫자

ἀποκλείητον

(그 둘은) 닫자

복수 ἀποκλείωμεν

(우리는) 닫자

ἀποκλείητε

(너희는) 닫자

ἀποκλείωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 ἀποκλείοιμι

(나는) 닫기를 (바라다)

ἀποκλείοις

(너는) 닫기를 (바라다)

ἀποκλείοι

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 ἀποκλείοιτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

ἀποκλειοίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 ἀποκλείοιμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

ἀποκλείοιτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

ἀποκλείοιεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκλείε

(너는) 닫아라

ἀποκλειέτω

(그는) 닫아라

쌍수 ἀποκλείετον

(너희 둘은) 닫아라

ἀποκλειέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 ἀποκλείετε

(너희는) 닫아라

ἀποκλειόντων, ἀποκλειέτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 ἀποκλείειν

닫는 것

분사 남성여성중성
ἀποκλειων

ἀποκλειοντος

ἀποκλειουσα

ἀποκλειουσης

ἀποκλειον

ἀποκλειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλείομαι

(나는) 닫힌다

ἀποκλείει, ἀποκλείῃ

(너는) 닫힌다

ἀποκλείεται

(그는) 닫힌다

쌍수 ἀποκλείεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

ἀποκλείεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 ἀποκλειόμεθα

(우리는) 닫힌다

ἀποκλείεσθε

(너희는) 닫힌다

ἀποκλείονται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 ἀποκλείωμαι

(나는) 닫히자

ἀποκλείῃ

(너는) 닫히자

ἀποκλείηται

(그는) 닫히자

쌍수 ἀποκλείησθον

(너희 둘은) 닫히자

ἀποκλείησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 ἀποκλειώμεθα

(우리는) 닫히자

ἀποκλείησθε

(너희는) 닫히자

ἀποκλείωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 ἀποκλειοίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

ἀποκλείοιο

(너는) 닫히기를 (바라다)

ἀποκλείοιτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 ἀποκλείοισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

ἀποκλειοίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 ἀποκλειοίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

ἀποκλείοισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

ἀποκλείοιντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκλείου

(너는) 닫혀라

ἀποκλειέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 ἀποκλείεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

ἀποκλειέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 ἀποκλείεσθε

(너희는) 닫혀라

ἀποκλειέσθων, ἀποκλειέσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 ἀποκλείεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
ἀποκλειομενος

ἀποκλειομενου

ἀποκλειομενη

ἀποκλειομενης

ἀποκλειομενον

ἀποκλειομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέκλειον

(나는) 닫고 있었다

ἀπέκλειες

(너는) 닫고 있었다

ἀπέκλειεν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 ἀπεκλείετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

ἀπεκλειέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 ἀπεκλείομεν

(우리는) 닫고 있었다

ἀπεκλείετε

(너희는) 닫고 있었다

ἀπέκλειον

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκλειόμην

(나는) 닫히고 있었다

ἀπεκλείου

(너는) 닫히고 있었다

ἀπεκλείετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 ἀπεκλείεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

ἀπεκλειέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 ἀπεκλειόμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

ἀπεκλείεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

ἀπεκλείοντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅπερ, οἶμαι, καὶ Ὅμηροσ ἐν τῷ περὶ Σειρήνων μύθῳ ᾐνίξατο παραπλεῖν κελεύσασ τὰσ ὀλεθρίουσ ταύτασ τῶν ἀκουσμάτων ἡδονὰσ καὶ ἀποφράττειν τὰ ὦτα καὶ μὴ ἀνέδην αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖσ πάθει προειλημμένοισ, ἀλλ’ ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖσ λεγομένοισ τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι καὶ παραβάλλεσθαι, τὰ φαῦλα δ’ ἀποκλείειν καὶ ἀπωθεῖν· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)

  • εἰ δέ τισ ἐλεύθεροσ ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ πόλει, μὴ ἀπαγορευόντων τῶν νόμων, τὴν παρὰ ταύτησ ἀηδίαν μυσαχθεὶσ καὶ ἥν φησι κεφάλαιον τῶν πόνων τὴν εὐδαιμονίαν παραγίγνεσθαι λῆρον οἰηθείσ, τοὺσ μὲν ἀγκύλουσ ἐκείνουσ λόγουσ καὶ λαβυρίνθοισ ὁμοίουσ ἀπέφυγε, πρὸσ δὲ τὴν Ἡδονὴν ἄσμενοσ ἐδραπέτευσεν ὥσπερ δεσμά τινα διακόψασ τὰσ τῶν λόγων πλεκτάνασ, ἀνθρώπινα καὶ οὐ βλακώδη φρονήσασ καὶ τὸν μὲν πόνον, ὅπερ ἐστί, πονηρόν, ἡδεῖαν δὲ τὴν ἡδονὴν οἰηθείσ, ἀποκλείειν ἐχρῆν αὐτόν, ὥσπερ ἐκ ναυαγίου λιμένι προσνέοντα καὶ γαλήνησ ἐπιθυμοῦντα συνωθοῦντασ ἐπὶ κεφαλὴν εἰσ τὸν πόνον, καὶ ἔκδοτον τὸν ἄθλιον παρέχειν ταῖσ ἀπορίαισ, καὶ ταῦτα ὥσπερ ἱκέτην ἐπὶ τὸν τοῦ Ἐλέου βωμὸν ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν καταφεύγοντα, ἵνα τὴν πολυθρύλητον ἀρετὴν δηλαδὴ ἐπὶ τὸ ὄρθιον ἱδρῶτι πολλῷ ἀνελθὼν ἴδῃ κᾆτα δι’ ὅλου πονήσασ τοῦ βίου εὐδαιμονήσῃ μετὰ τὸν βίον; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:4)

  • ταύτην οὖν ἀποκλείουσιν καὶ ζηλοτύπωσ φυλάττουσιν τὰ δὲ ἄλλα ἐπ’ ἐλπίδοσ ἀεὶ τὸν ἐραστὴν ἔχουσιν. (Lucian, De mercede, (no name) 7:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 7:5)

  • δέομαι δὲ ὑμῶν Δελφὸσ καὶ αὐτὸσ ὢν καὶ τὸ ἴσον μετέχων τῆσ τε δημοσίασ εὐκλείασ, εἰ φυλάττοιτο, καὶ τῆσ ἐναντίασ δόξησ, εἰ ἐκ τῶν παρόντων προσγένοιτο, μήτ’ ἀποκλείειν τὸ ἱερὸν τοῖσ εὐσεβοῦσι μήτε τὴν πόλιν πρὸσ ἅπαντασ ἀνθρώπουσ διαβάλλειν ὡσ τὰ πεμπόμενα τῷ θεῷ συκοφαντοῦσαν καὶ ψήφῳ καὶ δικαστηρίῳ δοκιμάζουσαν τοὺσ ἀνατιθέντασ· (Lucian, Phalaris, book 2 3:1)

    (루키아노스, Phalaris, book 2 3:1)

  • ἢ ταῦτα μὲν διὰ τὸ σύντροφον οἶσθα, τὴν ἀποφράδα δὲ ὡσ ἀγνῶτα μόνην ἀτιμάζεισ καὶ ἀποκλείεισ τοῦ καταλόγου τῶν ὀνομάτων ; (Lucian, Pseudologista, (no name) 25:3)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 25:3)

유의어

  1. 닫다

  2. to shut out or exclude from

  3. 닫다

  4. 가두다

  5. 끊다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION