헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικλείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικλείω ἐπικλείσω

형태분석: ἐπι (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닫다, 감다, 감기다
  1. to shut to, close

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικλείω

(나는) 닫는다

ἐπικλείεις

(너는) 닫는다

ἐπικλείει

(그는) 닫는다

쌍수 ἐπικλείετον

(너희 둘은) 닫는다

ἐπικλείετον

(그 둘은) 닫는다

복수 ἐπικλείομεν

(우리는) 닫는다

ἐπικλείετε

(너희는) 닫는다

ἐπικλείουσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 ἐπικλείω

(나는) 닫자

ἐπικλείῃς

(너는) 닫자

ἐπικλείῃ

(그는) 닫자

쌍수 ἐπικλείητον

(너희 둘은) 닫자

ἐπικλείητον

(그 둘은) 닫자

복수 ἐπικλείωμεν

(우리는) 닫자

ἐπικλείητε

(너희는) 닫자

ἐπικλείωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 ἐπικλείοιμι

(나는) 닫기를 (바라다)

ἐπικλείοις

(너는) 닫기를 (바라다)

ἐπικλείοι

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 ἐπικλείοιτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

ἐπικλειοίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 ἐπικλείοιμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

ἐπικλείοιτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

ἐπικλείοιεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικλείε

(너는) 닫아라

ἐπικλειέτω

(그는) 닫아라

쌍수 ἐπικλείετον

(너희 둘은) 닫아라

ἐπικλειέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 ἐπικλείετε

(너희는) 닫아라

ἐπικλειόντων, ἐπικλειέτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 ἐπικλείειν

닫는 것

분사 남성여성중성
ἐπικλειων

ἐπικλειοντος

ἐπικλειουσα

ἐπικλειουσης

ἐπικλειον

ἐπικλειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικλείομαι

(나는) 닫힌다

ἐπικλείει, ἐπικλείῃ

(너는) 닫힌다

ἐπικλείεται

(그는) 닫힌다

쌍수 ἐπικλείεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

ἐπικλείεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 ἐπικλειόμεθα

(우리는) 닫힌다

ἐπικλείεσθε

(너희는) 닫힌다

ἐπικλείονται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 ἐπικλείωμαι

(나는) 닫히자

ἐπικλείῃ

(너는) 닫히자

ἐπικλείηται

(그는) 닫히자

쌍수 ἐπικλείησθον

(너희 둘은) 닫히자

ἐπικλείησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 ἐπικλειώμεθα

(우리는) 닫히자

ἐπικλείησθε

(너희는) 닫히자

ἐπικλείωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 ἐπικλειοίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

ἐπικλείοιο

(너는) 닫히기를 (바라다)

ἐπικλείοιτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 ἐπικλείοισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

ἐπικλειοίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 ἐπικλειοίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

ἐπικλείοισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

ἐπικλείοιντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικλείου

(너는) 닫혀라

ἐπικλειέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 ἐπικλείεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

ἐπικλειέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 ἐπικλείεσθε

(너희는) 닫혀라

ἐπικλειέσθων, ἐπικλειέσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 ἐπικλείεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
ἐπικλειομενος

ἐπικλειομενου

ἐπικλειομενη

ἐπικλειομενης

ἐπικλειομενον

ἐπικλειομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέκλειον

(나는) 닫고 있었다

ἐπέκλειες

(너는) 닫고 있었다

ἐπέκλειεν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 ἐπεκλείετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

ἐπεκλειέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 ἐπεκλείομεν

(우리는) 닫고 있었다

ἐπεκλείετε

(너희는) 닫고 있었다

ἐπέκλειον

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκλειόμην

(나는) 닫히고 있었다

ἐπεκλείου

(너는) 닫히고 있었다

ἐπεκλείετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 ἐπεκλείεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

ἐπεκλειέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 ἐπεκλειόμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

ἐπεκλείεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

ἐπεκλείοντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Νῆα μὲν οὖν οἱ πρόσθεν ἐπικλείουσιν ἀοιδοὶ Ἄργον Ἀθηναίησ καμέειν ὑποθημοσύνῃσιν. (Apollodorus, Argonautica, book 1 1:6)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 1:6)

유의어

  1. 닫다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION