προσαγορεύω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
προσαγορεύω
προσαγορεύσω
προσηγόρευσα
προσηγορεύθην
Structure:
προς
(Prefix)
+
ἀγορεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: theAtt. aor. is prosei=pon
Sense
- to address, greet, accost, we are, spoken to
- to address or greet as, to bid
- to call by name, call
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- παραδιδόντεσ, ἀλλ’ αἴσχιον ἀνατρέπονται καὶ πίπτουσιν, οἱ μὲν ἔχθρασ καὶ κολάσεισ ἀνιέντεσ ἀνθρώποισ πονηροῖσ, ἵν’ ἐλεήμονεσ καὶ φιλάνθρωποι καὶ συμπαθεῖσ κληθῶσιν οἱ δὲ τοὐναντίον ἀπεχθείασ καὶ κατηγορίασ οὐκ ἀναγκαίασ οὐδ’ ἀκινδύνουσ ἀναδέξασθαι πεισθέντεσ ὑπὸ τῶν ἐπαινούντων ὡσ μόνουσ ἄνδρασ καὶ μόνουσ ἀκολακεύτουσ καὶ νὴ Δία στόματα καὶ φωνὰσ προσαγορευόντων. (Plutarch, De vitioso pudore, section 18 7:1)
- "τῶν δὲ ξένων, ὡσ ἀπῄεσαν, ἀσπαζομένων καὶ προσαγορευόντων τὴν ἄνθρωπον, ὅπερ ὠνομάζετο, Κορώνην, συνεῖναι τὸ λόγιον, καὶ θύσαντασ ἐν ταῖσ Τεγύραισ τυχεῖν καθόδου μετ’ ὀλίγον χρόνον. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 517)
- καθάπερ αὖ πάλιν τοῖσ ἀντιφωνοῦσιν ὀνόμασι λοιδορεῖσθαι τὸ κακόν, τὸ τὴν φύσιν ἐμποδίζον καὶ συνδέον καὶ ἴσχον καὶ κωλῦον ἱέσθαι καὶ ἰέναι κακίαν ἀπορίαν δειλίαν ἀνίαν προσαγορευόντων. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 60 5:1)
- γὰρ αὐτὸ καὶ μετασχὸν τοῦ τὰ αὐτὰ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτωσ ἀεὶ τοὺσ αὐτοὺσ παίζειν τε καὶ εὐθυμεῖσθαι τοῖσ αὐτοῖσ παιγνίοισ, ἐᾷ καὶ τὰ σπουδῇ κείμενα νόμιμα μένειν ἡσυχῇ, κινούμενα δὲ τὰ αὐτὰ καὶ καινοτομούμενα, μεταβολαῖσ τε ἄλλαισ ἀεὶ χρώμενα, καὶ μηδέποτε ταὐτὰ φίλα προσαγορευόντων τῶν νέων, μήτ’ ἐν σχήμασιν τοῖσ τῶν αὑτῶν σωμάτων μήτε ἐν τοῖσ ἄλλοισ σκεύεσιν ὁμολογουμένωσ αὐτοῖσ ἀεὶ κεῖσθαι τό τ’ εὔσχημον καὶ ἄσχημον, ἀλλὰ τόν τι νέον ἀεὶ καινοτομοῦντα καὶ εἰσφέροντα τῶν εἰωθότων ἕτερον κατά τε σχήματα καὶ χρώματα καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα, τοῦτον τιμᾶσθαι διαφερόντωσ, τούτου πόλει λώβην οὐκ εἶναι μείζω φαῖμεν ἂν ὀρθότατα λέγοντεσ· (Plato, Laws, book 7 58:1)
- ἦν τε αὖθισ ἑτέρα θαυμάσιοσ ἄφνω μεταβολή, θεόντων ἐσ αὐτὸν τῶν ἐπιφανῶν καὶ προσαγορευόντων· (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 13 4:5)
Synonyms
-
to address
-
to address or greet as
-
to call by name
- λέγω (to tell)
- ἐπιλέγω (to call by name)
- κέλομαι (to call by name, call)
- κλῄζω (to name, call, is)
- λέγω (to call by name, to call)
- ἐξονομάζω (to call by name)
- προσερέω (to call or name)
- προσφθέγγομαι (to call by a name, call)
- προσφωνέω (to call by name)
- φωνέω (I call by name, call)
- προσονομάζω (to call by a name, to give, the name)
- προσθροέω (to address, call by a name)
- κικλήσκω (to name, call by name, there is)
- αὐδάω (to call by name, call, reported of)
- ὀνομαίνω (to name or call by name, to name, repeat)
- ὑποκορίζομαι (to call by endearing names)
- ἀποκαλέω (to call, a name, to stigmatise as)
- ἀντονομάζω (to name instead, call by a new name)
- ἀναβοάω (to call on)
- ἀνακαλέω (to call)
- ἀυτέω (to call to)
- προσεννέπω (to call)
- ἐγκαλέω (to call in)
- εἰσάγω (to call in)
- μετακαλέω (to call in)
- εἰσκαλέω (to call in)
- ἐκκαλέω (to call on, to)
- ἐνέπω (to call)
- ἐπιφθέγγομαι (to call to)
- προσεῖπον (to call, to name, thou didst name)
- ὑποκορίζομαι (to call, by a bad name, to nickname)
- μετονομάζω (to call by a new name, called, by a new name - )
- ἐπονομάζω (to give a surname: to name or call, to be named, after)
Derived
- ἀγορεύω (to speak in the assembly, harangue, speak)
- ἀναγορεύω (to proclaim publicly, to be proclaimed)
- ἀνταγορεύω (to speak against, reply, to gainsay)
- ἀπαγορεύω (to forbid, to dissuade, to bid farewell to)
- διαγορεύω (to speak plainly, declare, to speak of)
- ἐξαγορεύω (to tell out, make known, declare)
- ἐπαναγορεύω (to proclaim publicly, proclamation is made)
- καταγορεύω (to denounce)
- προαγορεύω (to tell beforehand, to tell or declare beforehand that . ., to foretell)
- συναγορεύω (to join in advocating, advocate the same, with)
- ὑπαγορεύω (to dictate, to suggest)