κέλομαι?
Non-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration: kelomai
Principal Part:
κέλομαι
Structure:
κέλ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to urge on, exhort, command
- to call, call to, to call on for aid
- to call by name, call
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ἀλλ ὁπόταν Πρωτεὺς Κυνικῶν ὄχ ἄριστος ἁπάντων Ζηνὸς ἐριγδούπου τέμενος κάτα πῦρ ἀνακαύσας ἐς φλόγα πηδήσας ἔλθῃ ἐς μακρὸν Ὄλυμπον, δὴ τότε πάντας ὁμῶς, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσιν, νυκτιπόλον τιμᾶν κέλομαι ἡρ´ωα μέγιστον σύνθρονον Ἡφαίστῳ καὶ Ἡρακλῆϊ ἄνακτι. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:91)
- Τιέμεναι κέλομαι τὸν ἐμὸν θεράπονθ ὑποφήτην οὐ γάρ μοι κτεάνων μέλεται ἄγαν, ἀλλ ὑποφήτου: (Lucian, Alexander, (no name) 24:4)
- εὑρὼν γὰρ τὰς Ἐπικούρου κυρίας δόξας, τὸ κάλλιστον, ὡς οἶσθα, τῶν βιβλίων καὶ κεφαλαιώδη περιέχον τῆς τἀνδρὸς σοφίας τὰ δόγματα, κομίσας εἰς τὴν ἀγορὰν μέσην ἔκαυσεν ἐπὶ ξύλων συκίνων ὡς δῆθεν αὐτὸν καταφλέγων, καὶ τὴν σποδὸν εἰς τὴν θάλασσαν ἐξέβαλεν, ἔτι καὶ χρησμὸν ἐπιφθεγξάμενος Πυρπολέειν κέλομαι δόξας ἀλαοῖο γέροντος οὐκ εἰδὼς ὁ κατάρατος ὅσων ἀγαθῶν τὸ βιβλίον ἐκεῖνο τοῖς ἐντυχοῦσιν αἴτιον γίγνεται, καὶ ὅσην αὐτοῖς εἰρήνην καὶ ἀταραξίαν καὶ ἐλευθερίαν ἐνεργάζεται, δειμάτων μὲν καὶ φασμάτων καὶ τεράτων ἀπαλλάττον καὶ ἐλπίδων ματαίων καὶ περιττῶν ἐπιθυμιῶν, νοῦν δὲ καὶ ἀλήθειαν ἐντιθὲν καὶ καθαῖρον ὡς ἀληθῶς τὰς γνώμας, οὐχ ὑπὸ δᾳδὶ καὶ σκίλλῃ καὶ ταῖς τοιαύταις φλυαρίαις, ἀλλὰ λόγῳ ὀρθῷ καὶ ἀληθείᾳ καὶ παρρησίᾳ. (Lucian, Alexander, (no name) 47:2)
- ἄμεινον δὲ αὐτὸν εἰπεῖν τὸν χρησμὸν Ἐς δίνας Ἴστροιο διιπετέος ποταμοῖο ἐσβαλέειν κέλομαι δοιοὺς Κυβέλης θεράποντας, θῆρας ὀριτρεφέας, καὶ ὅσα τρέφει Ἰνδικὸς ἀήρ ἄνθεα καὶ βοτάνας εὐώδεας αὐτίκα δ ἔσται νίκη καὶ μέγα κῦδος ἅμ εἰρήνῃ ἐρατεινῇ. (Lucian, Alexander, (no name) 48:4)
- Κυτμίδα χρίεσθαι κέλομαι δροσίην τε κέλητος: (Lucian, Alexander, (no name) 53:2)
Synonyms
-
to urge on
-
to call
-
to call by name
- λέγω (to tell)
- φωνέω (I call by name, call)
- κλῄζω (to name, call, is)
- ἐξονομάζω (to call by name)
- προσαγορεύω (to call by name, call)
- προσερέω (to call or name)
- προσφθέγγομαι (to call by a name, call)
- προσφωνέω (to call by name)
- λέγω (to call by name, to call)
- ἐπιλέγω (to call by name)
- προσονομάζω (to call by a name, to give, the name)
- προσθροέω (to address, call by a name)
- κικλήσκω (to name, call by name, there is)
- αὐδάω (to call by name, call, reported of)
- ὀνομαίνω (to name or call by name, to name, repeat)
- ὑποκορίζομαι (to call by endearing names)
- ἀποκαλέω (to call, a name, to stigmatise as)
- ἀντονομάζω (to name instead, call by a new name)
- εἰσκαλέω (to call in)
- ἀναβοάω (to call on)
- ἀνακαλέω (to call)
- προσεννέπω (to call)
- ἐκκαλέω (to call on, to)
- ἐνέπω (to call)
- ἐπιφθέγγομαι (to call to)
- εἰσάγω (to call in)
- ἐγκαλέω (to call in)
- ἀυτέω (to call to)
- μετακαλέω (to call in)
- προσεῖπον (to call, to name, thou didst name)
- ὑποκορίζομαι (to call, by a bad name, to nickname)
- μετονομάζω (to call by a new name, called, by a new name - )
- ἐπονομάζω (to give a surname: to name or call, to be named, after)