Ancient Greek-English Dictionary Language

κυανοχαίτης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κυανοχαίτης κυανοχαίτες

Structure: κυανοχαιτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: xai/th

Sense

  1. dark-haired, dark blue, dark-maned

Examples

  • τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτησ ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 29:3)
  • δίκασσε δὲ Κυανοχαίτησ, καί με παρ’ ἀμφοτέραισ μέσσον ἔθηκεν ὁρ́ον. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 665 1:1)
  • ἐγγύθι δ’ εὐρύστερνοσ ἐφαίνετο Κυανοχαίτησ γυμνὸσ ἐών, πλόκαμον δὲ καθειμένον εἶχεν ἐθείρησ, καὶ διερὸν δελφῖνα προΐσχετο, χειρὶ κομίζων δῶρα πολυζήλοιο γάμων μνηστήρια κούρησ. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 13:1)
  • "ὣσ ἔφατ’ εὐχόμενοσ, τοῦ δ’ ἔκλυε κυανοχαίτησ. (Homer, Odyssey, Book 9 58:1)
  • ὣσ ἄρα φωνήσασ ἡγήσατο κυανοχαίτησ τεῖχοσ ἐσ ἀμφίχυτον Ἡρακλῆοσ θείοιο ὑψηλόν, τό ῥά οἱ Τρῶεσ καὶ Παλλὰσ Ἀθήνη ποίεον, ὄφρα τὸ κῆτοσ ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο, ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ’ ἠϊόνοσ πεδίον δέ. (Homer, Iliad, Book 20 17:1)

Synonyms

  1. dark-haired

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION