Ancient Greek-English Dictionary Language

συνετός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνετός συνετή συνετόν

Structure: συνετ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: suni/hmi

Sense

  1. intelligent, sagacious, wise, intelligent in
  2. intelligible
  3. intelligently
  4. intelligibly

Examples

  • δότε ἑαυτοῖσ ἄνδρασ σοφοὺσ καὶ ἐπιστήμονασ καὶ συνετοὺσ εἰσ τὰσ φυλὰσ ὑμῶν, καὶ καταστήσω ἐφ̓ ὑμῶν ἡγουμένουσ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 1:13)
  • καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν ἄνδρασ σοφοὺσ καὶ ἐπιστήμονασ καὶ συνετοὺσ καὶ κατέστησα αὐτοὺσ ἡγεῖσθαι ἐφ̓ ὑμῶν χιλιάρχουσ καὶ ἑκατοντάρχουσ καὶ πεντηκοντάρχουσ καὶ δεκάρχουσ καὶ γραμματοεισαγωγεῖσ τοῖσ κριταῖσ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 1:15)
  • τοὺσ σοφοὺσ καὶ συνετοὺσ φαύλουσ καλοῦσιν, οἱ δὲ γλυκεῖσ ἐν λόγῳ πλείονα ἀκούσονται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 16:17)
  • εἰσ ὦτα ἄφρονοσ μηδὲν λέγε, μήποτε μυκτηρίσῃ τοὺσ συνετοὺσ λόγουσ σου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:9)
  • οἶνοσ καὶ γυναῖκεσ ἀποστήσουσι συνετούσ, καὶ ὁ κολλώμενοσ πόρναισ τολμηρότεροσ ἔσται. (Septuagint, Liber Sirach 19:2)

Synonyms

  1. intelligent

  2. intelligible

  3. intelligently

  4. intelligibly

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION