παραλαμβάνω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: paralambanō
고전 발음: [빠랄람바노:]
신약 발음: [빠랄람바노]
기본형:
παραλαμβάνω
παραλήψομαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
λαμβάν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 떠맡다, 착수하다, 시작하다
- 배우다, 규명하다, 확인하다
- 취하다, 잡다, 가득 채우다
- to receive from another
- to take upon oneself, undertake
- to take in pledge
- to receive by hearing or report, to ascertain
- to take up, catch up
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἡ μὲν ὅμοια παραλαμβάνουσα μέτρα καὶ ῥυθμοὺς τεταγμένους εἴτε κατὰ στίχον εἴτε κατὰ περίοδον, ἣν καλοῦσιν οἱ μουσικοὶ στροφήν, κἄπειτα πάλιν τοῖς αὐτοῖς ῥυθμοῖς καὶ μέτροις ἐπὶ τῶν αὐτῶν στίχων ἢ περιόδων, ἃς ἀντιστρόφους ὀνομάζουσι, χρωμένη καὶ τῷ σχήματι τούτῳ τῆς κατασκευῆς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους προβαίνουσα ἔμμετρός τ ἐστὶ καὶ ἔρρυθμος, καὶ ὀνόματα κεῖται τῇ τοιαύτῃ λέξει μέτρον καὶ μέλος, ἡ δὲ περιπεπλανημένα μέτρα καὶ ῥυθμοὺς ἀτάκτους ἐμπεριλαμβάνουσα καὶ μήτε ἀκολουθίαν αὐτῶν φυλάττουσα μήτε ὁμοζυγίαν μήτ ἄλλην ὁμοιότητα τεταγμένην μηδεμίαν εὔρυθμος μέν ἐστι καὶ εὔμετρος, ἐπειδὴ διαπεποίκιλται μέτροις τε καὶ ῥυθμοῖς τισιν, οὐ μὴν ἔρρυθμός γε οὐδὲ ἔμμετρος, ἐπειδὴ οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς οὐδὲ κατὰ ταὐτὰ ἔχουσι. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 50 4:2)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 50 4:2)
- "ἀλλ ὥσπερ ἡ ψυχή, θειότατον οὖσα τῶν ἡμετέρων, τὰ ζῷα συνέχει καὶ ῥεῖν οὐκ ἐᾷ τὸν ὄγκον, οὕτως ἡ τῶν ἁλῶν φύσις τὰ νεκρὰ παραλαμβάνουσα καὶ μιμουμένη τὸ τῆς ψυχῆς ἔργον ἀντιλαμβάνεται φερομένων ἐπὶ τὴν φθορὰν καὶ κρατεῖ καὶ ἵστησιν, ἁρμονίαν παρέχουσα καὶ φιλίαν πρὸς ἄλληλα τοῖς μέρεσι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 8:7)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 8:7)
- ἀγγέλου μὲν γάρ ἐστι μείζων, ἥ γε τῶν ἀγγέλων ἄλλοις ἄλλα ἐπιτάττει πρώτη παρὰ τοῦ πατρὸς παραλαμβάνουσα, ἀντ ἐξηγητοῦ τινος οὖσα τοῖς θεοῖς [καὶ εἰσαγωγέως, ὅταν καὶ τούτου δέῃ]. (Aristides, Aelius, Orationes, 2:6)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 2:6)
유의어
-
to receive from another
-
떠맡다
- ἀναλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 참석하다)
- ἐνδέχομαι (to take upon oneself)
- ὑπισχνέομαι (약속하다, 다짐하다, 약혼하다)
- παραδέχομαι (약혼하다, 싸우다, 서로 약속하다)
- ἀναδέχομαι (복종하다, 따르다, 허용하다)
- ἀναλαμβάνω (가정하다, 짐작하다, 추정하다)
- πανδοκέω (가정하다, 짐작하다, 추정하다)
- ὑποδέχομαι (만들다, 약속하다, 하다)
- ἐπιβάλλω (획득하다, 포획하다, 포위하다)
- προσάγω (to take to oneself, to take u)
- εἰσαείρομαι (to take to oneself.)
- ἐξαείρω (to take on oneself)
- προσαναιρέω (to lift up besides, to take upon oneself besides)
-
to take in pledge
-
취하다
파생어
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- ἀπολαμβάνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- διαλαμβάνω (잡다, 체포하다, 장악하다)
- ἐκλαμβάνω (이해하다, 파악하다, 인식하다)
- ἐπαναλαμβάνω (반복하다, 되풀이하다, 중복되다)
- ἐπιλαμβάνω (받다, 얻다, 잡다)
- καταλαμβάνω (잡다, 쥐다, 가지다)
- λαμβάνω (잡다, 쥐다, 약탈하다)
- μεταλαμβάνω (~에 대한 권리를 주장하다, 장악하다, 가까이하다)
- περιλαμβάνω (안다, 품다, 포옹하다)
- προκαταλαμβάνω (사전에 취하다, 미리 장악하다, 선점하다)
- προλαμβάνω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- προσαναλαμβάνω (회복하다, 돌이키다)
- προσλαμβάνω (쥐다, 잡다, 물다)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (잡다, 장악하다, 포획하다)
- συλλαμβάνω (모으다, 거두다, 수집하다)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (이해하다, ~와 비교하다, 파악하다)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다, 지지하다)