헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλλαμβάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλλαμβάνω συλλήψομαι συνέλαβον συνείληφα συνείλημμαι συνελήφθην

형태분석: συλ (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 모으다, 거두다, 수집하다
  2. 실어나르다
  3. 한데 모으다, 합치다
  4. 발음을 합치다
  1. I collect, gather; I rally
  2. I take with me, carry off
  3. I put together, close, enclose
  4. I combine in pronunciation

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαμβάνω

(나는) 모은다

συλλαμβάνεις

(너는) 모은다

συλλαμβάνει

(그는) 모은다

쌍수 συλλαμβάνετον

(너희 둘은) 모은다

συλλαμβάνετον

(그 둘은) 모은다

복수 συλλαμβάνομεν

(우리는) 모은다

συλλαμβάνετε

(너희는) 모은다

συλλαμβάνουσιν*

(그들은) 모은다

접속법단수 συλλαμβάνω

(나는) 모으자

συλλαμβάνῃς

(너는) 모으자

συλλαμβάνῃ

(그는) 모으자

쌍수 συλλαμβάνητον

(너희 둘은) 모으자

συλλαμβάνητον

(그 둘은) 모으자

복수 συλλαμβάνωμεν

(우리는) 모으자

συλλαμβάνητε

(너희는) 모으자

συλλαμβάνωσιν*

(그들은) 모으자

기원법단수 συλλαμβάνοιμι

(나는) 모으기를 (바라다)

συλλαμβάνοις

(너는) 모으기를 (바라다)

συλλαμβάνοι

(그는) 모으기를 (바라다)

쌍수 συλλαμβάνοιτον

(너희 둘은) 모으기를 (바라다)

συλλαμβανοίτην

(그 둘은) 모으기를 (바라다)

복수 συλλαμβάνοιμεν

(우리는) 모으기를 (바라다)

συλλαμβάνοιτε

(너희는) 모으기를 (바라다)

συλλαμβάνοιεν

(그들은) 모으기를 (바라다)

명령법단수 συλλάμβανε

(너는) 모아라

συλλαμβανέτω

(그는) 모아라

쌍수 συλλαμβάνετον

(너희 둘은) 모아라

συλλαμβανέτων

(그 둘은) 모아라

복수 συλλαμβάνετε

(너희는) 모아라

συλλαμβανόντων, συλλαμβανέτωσαν

(그들은) 모아라

부정사 συλλαμβάνειν

모으는 것

분사 남성여성중성
συλλαμβανων

συλλαμβανοντος

συλλαμβανουσα

συλλαμβανουσης

συλλαμβανον

συλλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαμβάνομαι

(나는) 모인다

συλλαμβάνει, συλλαμβάνῃ

(너는) 모인다

συλλαμβάνεται

(그는) 모인다

쌍수 συλλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 모인다

συλλαμβάνεσθον

(그 둘은) 모인다

복수 συλλαμβανόμεθα

(우리는) 모인다

συλλαμβάνεσθε

(너희는) 모인다

συλλαμβάνονται

(그들은) 모인다

접속법단수 συλλαμβάνωμαι

(나는) 모이자

συλλαμβάνῃ

(너는) 모이자

συλλαμβάνηται

(그는) 모이자

쌍수 συλλαμβάνησθον

(너희 둘은) 모이자

συλλαμβάνησθον

(그 둘은) 모이자

복수 συλλαμβανώμεθα

(우리는) 모이자

συλλαμβάνησθε

(너희는) 모이자

συλλαμβάνωνται

(그들은) 모이자

기원법단수 συλλαμβανοίμην

(나는) 모이기를 (바라다)

συλλαμβάνοιο

(너는) 모이기를 (바라다)

συλλαμβάνοιτο

(그는) 모이기를 (바라다)

쌍수 συλλαμβάνοισθον

(너희 둘은) 모이기를 (바라다)

συλλαμβανοίσθην

(그 둘은) 모이기를 (바라다)

복수 συλλαμβανοίμεθα

(우리는) 모이기를 (바라다)

συλλαμβάνοισθε

(너희는) 모이기를 (바라다)

συλλαμβάνοιντο

(그들은) 모이기를 (바라다)

명령법단수 συλλαμβάνου

(너는) 모여라

συλλαμβανέσθω

(그는) 모여라

쌍수 συλλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 모여라

συλλαμβανέσθων

(그 둘은) 모여라

복수 συλλαμβάνεσθε

(너희는) 모여라

συλλαμβανέσθων, συλλαμβανέσθωσαν

(그들은) 모여라

부정사 συλλαμβάνεσθαι

모이는 것

분사 남성여성중성
συλλαμβανομενος

συλλαμβανομενου

συλλαμβανομενη

συλλαμβανομενης

συλλαμβανομενον

συλλαμβανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλήψομαι

(나는) 모으겠다

συλλήψει, συλλήψῃ

(너는) 모으겠다

συλλήψεται

(그는) 모으겠다

쌍수 συλλήψεσθον

(너희 둘은) 모으겠다

συλλήψεσθον

(그 둘은) 모으겠다

복수 συλληψόμεθα

(우리는) 모으겠다

συλλήψεσθε

(너희는) 모으겠다

συλλήψονται

(그들은) 모으겠다

기원법단수 συλληψοίμην

(나는) 모으겠기를 (바라다)

συλλήψοιο

(너는) 모으겠기를 (바라다)

συλλήψοιτο

(그는) 모으겠기를 (바라다)

쌍수 συλλήψοισθον

(너희 둘은) 모으겠기를 (바라다)

συλληψοίσθην

(그 둘은) 모으겠기를 (바라다)

복수 συλληψοίμεθα

(우리는) 모으겠기를 (바라다)

συλλήψοισθε

(너희는) 모으겠기를 (바라다)

συλλήψοιντο

(그들은) 모으겠기를 (바라다)

부정사 συλλήψεσθαι

모을 것

분사 남성여성중성
συλληψομενος

συλληψομενου

συλληψομενη

συλληψομενης

συλληψομενον

συλληψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελάμβανον

(나는) 모으고 있었다

συνελάμβανες

(너는) 모으고 있었다

συνελάμβανεν*

(그는) 모으고 있었다

쌍수 συνελαμβάνετον

(너희 둘은) 모으고 있었다

συνελαμβανέτην

(그 둘은) 모으고 있었다

복수 συνελαμβάνομεν

(우리는) 모으고 있었다

συνελαμβάνετε

(너희는) 모으고 있었다

συνελάμβανον

(그들은) 모으고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελαμβανόμην

(나는) 모이고 있었다

συνελαμβάνου

(너는) 모이고 있었다

συνελαμβάνετο

(그는) 모이고 있었다

쌍수 συνελαμβάνεσθον

(너희 둘은) 모이고 있었다

συνελαμβανέσθην

(그 둘은) 모이고 있었다

복수 συνελαμβανόμεθα

(우리는) 모이고 있었다

συνελαμβάνεσθε

(너희는) 모이고 있었다

συνελαμβάνοντο

(그들은) 모이고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέλαβον

(나는) 모았다

συνέλαβες

(너는) 모았다

συνέλαβεν*

(그는) 모았다

쌍수 συνελάβετον

(너희 둘은) 모았다

συνελαβέτην

(그 둘은) 모았다

복수 συνελάβομεν

(우리는) 모았다

συνελάβετε

(너희는) 모았다

συνέλαβον

(그들은) 모았다

명령법단수 συλλάβε

(너는) 모았어라

συλλαβέτω

(그는) 모았어라

쌍수 συλλάβετον

(너희 둘은) 모았어라

συλλαβέτων

(그 둘은) 모았어라

복수 συλλάβετε

(너희는) 모았어라

συλλαβόντων

(그들은) 모았어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰσῆλθε πρὸσ Ἄγαρ, καὶ συνέλαβε. καὶ εἶδεν ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Genesis 16:4)

    (70인역 성경, 창세기 16:4)

  • καὶ συνέλαβον αἱ δύο θυγατέρεσ Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Genesis 19:36)

    (70인역 성경, 창세기 19:36)

  • καὶ συνέλαβε Λεία καὶ ἔτεκεν υἱὸν τῷ Ἰακώβ. ἐκάλεσε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ρουβὴν λέγουσα. διότι εἶδέ μου Κύριοσ τὴν ταπείνωσιν, καὶ ἔδωκέ μοι υἱόν. νῦν οὖν ἀγαπήσει με ὁ ἀνήρ μου. (Septuagint, Liber Genesis 29:32)

    (70인역 성경, 창세기 29:32)

  • καὶ συνέλαβε πάλιν καὶ ἔτεκεν υἱὸν δεύτερον τῷ Ἰακὼβ καὶ εἶπεν. ὅτι ἤκουσε Κύριοσ ὅτι μισοῦμαι, καὶ προσέδωκέ μοι καὶ τοῦτον. ἐκάλεσε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Συμεών. (Septuagint, Liber Genesis 29:33)

    (70인역 성경, 창세기 29:33)

  • καὶ συνέλαβε Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ραχὴλ καὶ ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ υἱόν. (Septuagint, Liber Genesis 30:5)

    (70인역 성경, 창세기 30:5)

  • καὶ δὴ σπασάμενοσ τὸ ξίφοσ συλλαμβάνω τε αὐτὴν καὶ δήσασ περὶ τῶν ὅλων ἀνέκρινον. (Lucian, Verae Historiae, book 2 46:8)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 46:8)

  • ταῦτά τε οὖν, ὅσαπερ αὐτὸσ ποιῶν οἶμαι πιθανωτέροισ ἀνθρώποισ χρῆσθαι, διδάσκω οὓσ ἂν ἐπιτρόπουσ βούλωμαι καταστῆσαι καὶ τάδε συλλαμβάνω αὐτοῖσ· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 13 11:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 13 11:1)

유의어

  1. 모으다

  2. 실어나르다

  3. 한데 모으다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION