- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλαμβάνω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: katalambanō 고전 발음: [까딸람바노:] 신약 발음: [까딸람바노]

기본형: καταλαμβάνω καταλήψομαι κατέλαβον κατείληφα κατείλημμαι κατελήφθην

형태분석: κατα (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잡다, 쥐다, 가지다, 장악하다
  2. 이해하다, 파악하다, 포함하다
  3. 잡다, 받다, 불붙이다
  4. 찾다, 찾아내다, 되찾다
  5. 발생하다, 일어나다, 나타나다
  1. I seize, grasp, hold
  2. I grasp with the mind: comprehend
  3. I catch, overtake
  4. I find, detect
  5. I occur, befall (often of events, especially negative events: death, disaster, defeat, etc.)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλαμβάνω

(나는) 잡는다

καταλαμβάνεις

(너는) 잡는다

καταλαμβάνει

(그는) 잡는다

쌍수 καταλαμβάνετον

(너희 둘은) 잡는다

καταλαμβάνετον

(그 둘은) 잡는다

복수 καταλαμβάνομεν

(우리는) 잡는다

καταλαμβάνετε

(너희는) 잡는다

καταλαμβάνουσι(ν)

(그들은) 잡는다

접속법단수 καταλαμβάνω

(나는) 잡자

καταλαμβάνῃς

(너는) 잡자

καταλαμβάνῃ

(그는) 잡자

쌍수 καταλαμβάνητον

(너희 둘은) 잡자

καταλαμβάνητον

(그 둘은) 잡자

복수 καταλαμβάνωμεν

(우리는) 잡자

καταλαμβάνητε

(너희는) 잡자

καταλαμβάνωσι(ν)

(그들은) 잡자

기원법단수 καταλαμβάνοιμι

(나는) 잡기를 (바라다)

καταλαμβάνοις

(너는) 잡기를 (바라다)

καταλαμβάνοι

(그는) 잡기를 (바라다)

쌍수 καταλαμβάνοιτον

(너희 둘은) 잡기를 (바라다)

καταλαμβανοίτην

(그 둘은) 잡기를 (바라다)

복수 καταλαμβάνοιμεν

(우리는) 잡기를 (바라다)

καταλαμβάνοιτε

(너희는) 잡기를 (바라다)

καταλαμβάνοιεν

(그들은) 잡기를 (바라다)

명령법단수 καταλάμβανε

(너는) 잡아라

καταλαμβανέτω

(그는) 잡아라

쌍수 καταλαμβάνετον

(너희 둘은) 잡아라

καταλαμβανέτων

(그 둘은) 잡아라

복수 καταλαμβάνετε

(너희는) 잡아라

καταλαμβανόντων, καταλαμβανέτωσαν

(그들은) 잡아라

부정사 καταλαμβάνειν

잡는 것

분사 남성여성중성
καταλαμβανων

καταλαμβανοντος

καταλαμβανουσα

καταλαμβανουσης

καταλαμβανον

καταλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλαμβάνομαι

(나는) 잡힌다

καταλαμβάνει, καταλαμβάνῃ

(너는) 잡힌다

καταλαμβάνεται

(그는) 잡힌다

쌍수 καταλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 잡힌다

καταλαμβάνεσθον

(그 둘은) 잡힌다

복수 καταλαμβανόμεθα

(우리는) 잡힌다

καταλαμβάνεσθε

(너희는) 잡힌다

καταλαμβάνονται

(그들은) 잡힌다

접속법단수 καταλαμβάνωμαι

(나는) 잡히자

καταλαμβάνῃ

(너는) 잡히자

καταλαμβάνηται

(그는) 잡히자

쌍수 καταλαμβάνησθον

(너희 둘은) 잡히자

καταλαμβάνησθον

(그 둘은) 잡히자

복수 καταλαμβανώμεθα

(우리는) 잡히자

καταλαμβάνησθε

(너희는) 잡히자

καταλαμβάνωνται

(그들은) 잡히자

기원법단수 καταλαμβανοίμην

(나는) 잡히기를 (바라다)

καταλαμβάνοιο

(너는) 잡히기를 (바라다)

καταλαμβάνοιτο

(그는) 잡히기를 (바라다)

쌍수 καταλαμβάνοισθον

(너희 둘은) 잡히기를 (바라다)

καταλαμβανοίσθην

(그 둘은) 잡히기를 (바라다)

복수 καταλαμβανοίμεθα

(우리는) 잡히기를 (바라다)

καταλαμβάνοισθε

(너희는) 잡히기를 (바라다)

καταλαμβάνοιντο

(그들은) 잡히기를 (바라다)

명령법단수 καταλαμβάνου

(너는) 잡혀라

καταλαμβανέσθω

(그는) 잡혀라

쌍수 καταλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 잡혀라

καταλαμβανέσθων

(그 둘은) 잡혀라

복수 καταλαμβάνεσθε

(너희는) 잡혀라

καταλαμβανέσθων, καταλαμβανέσθωσαν

(그들은) 잡혀라

부정사 καταλαμβάνεσθαι

잡히는 것

분사 남성여성중성
καταλαμβανομενος

καταλαμβανομενου

καταλαμβανομενη

καταλαμβανομενης

καταλαμβανομενον

καταλαμβανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλήψομαι

(나는) 잡겠다

καταλήψει, καταλήψῃ

(너는) 잡겠다

καταλήψεται

(그는) 잡겠다

쌍수 καταλήψεσθον

(너희 둘은) 잡겠다

καταλήψεσθον

(그 둘은) 잡겠다

복수 καταληψόμεθα

(우리는) 잡겠다

καταλήψεσθε

(너희는) 잡겠다

καταλήψονται

(그들은) 잡겠다

기원법단수 καταληψοίμην

(나는) 잡겠기를 (바라다)

καταλήψοιο

(너는) 잡겠기를 (바라다)

καταλήψοιτο

(그는) 잡겠기를 (바라다)

쌍수 καταλήψοισθον

(너희 둘은) 잡겠기를 (바라다)

καταληψοίσθην

(그 둘은) 잡겠기를 (바라다)

복수 καταληψοίμεθα

(우리는) 잡겠기를 (바라다)

καταλήψοισθε

(너희는) 잡겠기를 (바라다)

καταλήψοιντο

(그들은) 잡겠기를 (바라다)

부정사 καταλήψεσθαι

잡을 것

분사 남성여성중성
καταληψομενος

καταληψομενου

καταληψομενη

καταληψομενης

καταληψομενον

καταληψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατελάμβανον

(나는) 잡고 있었다

κατελάμβανες

(너는) 잡고 있었다

κατελάμβανε(ν)

(그는) 잡고 있었다

쌍수 κατελαμβάνετον

(너희 둘은) 잡고 있었다

κατελαμβανέτην

(그 둘은) 잡고 있었다

복수 κατελαμβάνομεν

(우리는) 잡고 있었다

κατελαμβάνετε

(너희는) 잡고 있었다

κατελάμβανον

(그들은) 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατελαμβανόμην

(나는) 잡히고 있었다

κατελαμβάνου

(너는) 잡히고 있었다

κατελαμβάνετο

(그는) 잡히고 있었다

쌍수 κατελαμβάνεσθον

(너희 둘은) 잡히고 있었다

κατελαμβανέσθην

(그 둘은) 잡히고 있었다

복수 κατελαμβανόμεθα

(우리는) 잡히고 있었다

κατελαμβάνεσθε

(너희는) 잡히고 있었다

κατελαμβάνοντο

(그들은) 잡히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέλαβον

(나는) 잡았다

κατέλαβες

(너는) 잡았다

κατέλαβε(ν)

(그는) 잡았다

쌍수 κατελάβετον

(너희 둘은) 잡았다

κατελαβέτην

(그 둘은) 잡았다

복수 κατελάβομεν

(우리는) 잡았다

κατελάβετε

(너희는) 잡았다

κατέλαβον

(그들은) 잡았다

명령법단수 καταλάβε

(너는) 잡았어라

καταλαβέτω

(그는) 잡았어라

쌍수 καταλάβετον

(너희 둘은) 잡았어라

καταλαβέτων

(그 둘은) 잡았어라

복수 καταλάβετε

(너희는) 잡았어라

καταλαβόντων

(그들은) 잡았어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω. (Septuagint, Liber Genesis 19:19)

    (70인역 성경, 창세기 19:19)

  • καὶ κατέλαβε Λάβαν τὸν Ἰακώβ. Ἰακὼβ δὲ ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει. Λάβαν δὲ ἔστησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ. (Septuagint, Liber Genesis 31:25)

    (70인역 성경, 창세기 31:25)

  • καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς κατασκέψασθαι τὴν Ἰαζήρ, καὶ κατελάβοντο αὐτὴν καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ ἐξέβαλον τὸν Ἀμορραῖον τὸν κατοικοῦντα ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Numeri 21:32)

    (70인역 성경, 민수기 21:32)

  • ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε οὕτως, ἁμαρτήσεσθε ἔναντι Κυρίου καὶ γνώσεσθε τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ὅταν ὑμᾶς καταλάβῃ τὰ κακά. (Septuagint, Liber Numeri 32:23)

    (70인역 성경, 민수기 32:23)

  • ἵνα μὴ διώξας ὁ ἀγχιστεύων τοῦ αἵματος ὀπίσω τοῦ φονεύσαντος, ὅτι παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ, καὶ καταλάβῃ αὐτόν, ἐὰν μακροτέρα ᾖ ἡ ὁδός, καὶ πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ τούτῳ οὐκ ἔστι κρίσις θανάτου, ὅτι οὐ μισῶν ἦν αὐτὸν πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης. (Septuagint, Liber Deuteronomii 19:6)

    (70인역 성경, 신명기 19:6)

  • ἐπανελθὼν δὲ καταλαμβάνω τὸν πατέρα σαφῶς ἤδη μεμηνότα καὶ ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων ἰατρῶν ἀπεγνωσμένον, οὐκ ἐς βάθος ὁρώντων οὐδ ἀκριβῶς φυλοκρινούντων ^ τὰς νόσους. (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 4:2)

  • ἐλθὼν δὲ ἐγὼ πολλοὺς καταλαμβάνω περὶ αὐτόν συνεπηγόμην δὲ καὶ τοὺς στρατιώτας τύχῃ τινὶ ἀγαθῇ. (Lucian, Alexander, (no name) 55:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 55:2)

  • καταλαμβάνω τε πρὸς ταῖς θύραις ἄλλους τε πολλοὺς καὶ δὴ κἀκεῖνον φοράδην ὑπὸ τεττάρων κεκομισμένον, ᾧ με ὑποδειπνεῖν ἔδει, τὸν νοσεῖν λεγόμενον, καὶ ἐδήλου δὲ πονήρως ἔχων ὑπέστενε γοῦν καὶ ὑπέβηττε καὶ ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δυσπρόσοδον, ὠχρὸς ὅλος ὢν καὶ διῳδηκώς, ἀμφὶ τὰ ἑξήκοντα ἔτη σχεδὸν ἐλέγετο δὲ φιλόσοφός τις εἶναι τῶν πρὸς τὰ μειράκια φλυαρούντων. (Lucian, Gallus, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 10:1)

  • ὑπακούσας δὲ ὁ Ἑρμῆς καὶ τοὔνομα ἐκπυθόμενος ἀπῄει κατὰ σπουδὴν φράσων τῷ Διί, καὶ μετ ὀλίγον εἰσεκλήθην πάνυ δεδιὼς καὶ τρέμων, καταλαμβάνω τε πάντας ἅμα συγκαθημένους οὐδὲ αὐτοὺς ἀφρόντιδας: (Lucian, Icaromenippus, (no name) 22:6)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 22:6)

  • δόξαν οὖν μοι διὰ πολλοῦ προσειπεῖν Νιγρῖνον τὸν Πλατωνικὸν φιλόσοφον, ἑώθεν ἐξαναστὰς ὡς αὐτὸν ἀφικόμην καὶ κόψας τὴν θύραν τοῦ παιδὸς εἰσαγγείλαντος ἐκλήθην καὶ παρελθὼν εἴσω καταλαμβάνω τὸν μὲν ἐν χερσὶ βιβλίον ἔχοντα, πολλὰς δὲ εἰκόνας παλαιῶν φιλοσόφων ἐν κύκλῳ κειμένας. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 2:5)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 2:5)

유의어

  1. 잡다

  2. 이해하다

  3. 잡다

  4. 찾다

  5. 발생하다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION