헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικαταλαμβάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικαταλαμβάνω ἐπικαταλήψομαι

형태분석: ἐπι (접두사) + καταλαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추월하다, 따라잡다, 제치다
  1. to catch up, overtake

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαταλαμβάνω

(나는) 추월한다

ἐπικαταλαμβάνεις

(너는) 추월한다

ἐπικαταλαμβάνει

(그는) 추월한다

쌍수 ἐπικαταλαμβάνετον

(너희 둘은) 추월한다

ἐπικαταλαμβάνετον

(그 둘은) 추월한다

복수 ἐπικαταλαμβάνομεν

(우리는) 추월한다

ἐπικαταλαμβάνετε

(너희는) 추월한다

ἐπικαταλαμβάνουσιν*

(그들은) 추월한다

접속법단수 ἐπικαταλαμβάνω

(나는) 추월하자

ἐπικαταλαμβάνῃς

(너는) 추월하자

ἐπικαταλαμβάνῃ

(그는) 추월하자

쌍수 ἐπικαταλαμβάνητον

(너희 둘은) 추월하자

ἐπικαταλαμβάνητον

(그 둘은) 추월하자

복수 ἐπικαταλαμβάνωμεν

(우리는) 추월하자

ἐπικαταλαμβάνητε

(너희는) 추월하자

ἐπικαταλαμβάνωσιν*

(그들은) 추월하자

기원법단수 ἐπικαταλαμβάνοιμι

(나는) 추월하기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοις

(너는) 추월하기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοι

(그는) 추월하기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαταλαμβάνοιτον

(너희 둘은) 추월하기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβανοίτην

(그 둘은) 추월하기를 (바라다)

복수 ἐπικαταλαμβάνοιμεν

(우리는) 추월하기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοιτε

(너희는) 추월하기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοιεν

(그들은) 추월하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικαταλάμβανε

(너는) 추월해라

ἐπικαταλαμβανέτω

(그는) 추월해라

쌍수 ἐπικαταλαμβάνετον

(너희 둘은) 추월해라

ἐπικαταλαμβανέτων

(그 둘은) 추월해라

복수 ἐπικαταλαμβάνετε

(너희는) 추월해라

ἐπικαταλαμβανόντων, ἐπικαταλαμβανέτωσαν

(그들은) 추월해라

부정사 ἐπικαταλαμβάνειν

추월하는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαταλαμβανων

ἐπικαταλαμβανοντος

ἐπικαταλαμβανουσα

ἐπικαταλαμβανουσης

ἐπικαταλαμβανον

ἐπικαταλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαταλαμβάνομαι

(나는) 추월된다

ἐπικαταλαμβάνει, ἐπικαταλαμβάνῃ

(너는) 추월된다

ἐπικαταλαμβάνεται

(그는) 추월된다

쌍수 ἐπικαταλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 추월된다

ἐπικαταλαμβάνεσθον

(그 둘은) 추월된다

복수 ἐπικαταλαμβανόμεθα

(우리는) 추월된다

ἐπικαταλαμβάνεσθε

(너희는) 추월된다

ἐπικαταλαμβάνονται

(그들은) 추월된다

접속법단수 ἐπικαταλαμβάνωμαι

(나는) 추월되자

ἐπικαταλαμβάνῃ

(너는) 추월되자

ἐπικαταλαμβάνηται

(그는) 추월되자

쌍수 ἐπικαταλαμβάνησθον

(너희 둘은) 추월되자

ἐπικαταλαμβάνησθον

(그 둘은) 추월되자

복수 ἐπικαταλαμβανώμεθα

(우리는) 추월되자

ἐπικαταλαμβάνησθε

(너희는) 추월되자

ἐπικαταλαμβάνωνται

(그들은) 추월되자

기원법단수 ἐπικαταλαμβανοίμην

(나는) 추월되기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοιο

(너는) 추월되기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοιτο

(그는) 추월되기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαταλαμβάνοισθον

(너희 둘은) 추월되기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβανοίσθην

(그 둘은) 추월되기를 (바라다)

복수 ἐπικαταλαμβανοίμεθα

(우리는) 추월되기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοισθε

(너희는) 추월되기를 (바라다)

ἐπικαταλαμβάνοιντο

(그들은) 추월되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικαταλαμβάνου

(너는) 추월되어라

ἐπικαταλαμβανέσθω

(그는) 추월되어라

쌍수 ἐπικαταλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 추월되어라

ἐπικαταλαμβανέσθων

(그 둘은) 추월되어라

복수 ἐπικαταλαμβάνεσθε

(너희는) 추월되어라

ἐπικαταλαμβανέσθων, ἐπικαταλαμβανέσθωσαν

(그들은) 추월되어라

부정사 ἐπικαταλαμβάνεσθαι

추월되는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαταλαμβανομενος

ἐπικαταλαμβανομενου

ἐπικαταλαμβανομενη

ἐπικαταλαμβανομενης

ἐπικαταλαμβανομενον

ἐπικαταλαμβανομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκαταλάμβανον

(나는) 추월하고 있었다

ἐπεκαταλάμβανες

(너는) 추월하고 있었다

ἐπεκαταλάμβανεν*

(그는) 추월하고 있었다

쌍수 ἐπεκαταλαμβάνετον

(너희 둘은) 추월하고 있었다

ἐπεκαταλαμβανέτην

(그 둘은) 추월하고 있었다

복수 ἐπεκαταλαμβάνομεν

(우리는) 추월하고 있었다

ἐπεκαταλαμβάνετε

(너희는) 추월하고 있었다

ἐπεκαταλάμβανον

(그들은) 추월하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκαταλαμβανόμην

(나는) 추월되고 있었다

ἐπεκαταλαμβάνου

(너는) 추월되고 있었다

ἐπεκαταλαμβάνετο

(그는) 추월되고 있었다

쌍수 ἐπεκαταλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 추월되고 있었다

ἐπεκαταλαμβανέσθην

(그 둘은) 추월되고 있었다

복수 ἐπεκαταλαμβανόμεθα

(우리는) 추월되고 있었다

ἐπεκαταλαμβάνεσθε

(너희는) 추월되고 있었다

ἐπεκαταλαμβάνοντο

(그들은) 추월되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 추월하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION