헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμάρπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμάρπτω καταμάρψω

형태분석: κατα (접두사) + μάρπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잡다, 받다, 불붙이다
  1. to catch, to catch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμάρπτω

(나는) 잡는다

καταμάρπτεις

(너는) 잡는다

καταμάρπτει

(그는) 잡는다

쌍수 καταμάρπτετον

(너희 둘은) 잡는다

καταμάρπτετον

(그 둘은) 잡는다

복수 καταμάρπτομεν

(우리는) 잡는다

καταμάρπτετε

(너희는) 잡는다

καταμάρπτουσιν*

(그들은) 잡는다

접속법단수 καταμάρπτω

(나는) 잡자

καταμάρπτῃς

(너는) 잡자

καταμάρπτῃ

(그는) 잡자

쌍수 καταμάρπτητον

(너희 둘은) 잡자

καταμάρπτητον

(그 둘은) 잡자

복수 καταμάρπτωμεν

(우리는) 잡자

καταμάρπτητε

(너희는) 잡자

καταμάρπτωσιν*

(그들은) 잡자

기원법단수 καταμάρπτοιμι

(나는) 잡기를 (바라다)

καταμάρπτοις

(너는) 잡기를 (바라다)

καταμάρπτοι

(그는) 잡기를 (바라다)

쌍수 καταμάρπτοιτον

(너희 둘은) 잡기를 (바라다)

καταμαρπτοίτην

(그 둘은) 잡기를 (바라다)

복수 καταμάρπτοιμεν

(우리는) 잡기를 (바라다)

καταμάρπτοιτε

(너희는) 잡기를 (바라다)

καταμάρπτοιεν

(그들은) 잡기를 (바라다)

명령법단수 καταμάρπτε

(너는) 잡아라

καταμαρπτέτω

(그는) 잡아라

쌍수 καταμάρπτετον

(너희 둘은) 잡아라

καταμαρπτέτων

(그 둘은) 잡아라

복수 καταμάρπτετε

(너희는) 잡아라

καταμαρπτόντων, καταμαρπτέτωσαν

(그들은) 잡아라

부정사 καταμάρπτειν

잡는 것

분사 남성여성중성
καταμαρπτων

καταμαρπτοντος

καταμαρπτουσα

καταμαρπτουσης

καταμαρπτον

καταμαρπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμάρπτομαι

(나는) 잡힌다

καταμάρπτει, καταμάρπτῃ

(너는) 잡힌다

καταμάρπτεται

(그는) 잡힌다

쌍수 καταμάρπτεσθον

(너희 둘은) 잡힌다

καταμάρπτεσθον

(그 둘은) 잡힌다

복수 καταμαρπτόμεθα

(우리는) 잡힌다

καταμάρπτεσθε

(너희는) 잡힌다

καταμάρπτονται

(그들은) 잡힌다

접속법단수 καταμάρπτωμαι

(나는) 잡히자

καταμάρπτῃ

(너는) 잡히자

καταμάρπτηται

(그는) 잡히자

쌍수 καταμάρπτησθον

(너희 둘은) 잡히자

καταμάρπτησθον

(그 둘은) 잡히자

복수 καταμαρπτώμεθα

(우리는) 잡히자

καταμάρπτησθε

(너희는) 잡히자

καταμάρπτωνται

(그들은) 잡히자

기원법단수 καταμαρπτοίμην

(나는) 잡히기를 (바라다)

καταμάρπτοιο

(너는) 잡히기를 (바라다)

καταμάρπτοιτο

(그는) 잡히기를 (바라다)

쌍수 καταμάρπτοισθον

(너희 둘은) 잡히기를 (바라다)

καταμαρπτοίσθην

(그 둘은) 잡히기를 (바라다)

복수 καταμαρπτοίμεθα

(우리는) 잡히기를 (바라다)

καταμάρπτοισθε

(너희는) 잡히기를 (바라다)

καταμάρπτοιντο

(그들은) 잡히기를 (바라다)

명령법단수 καταμάρπτου

(너는) 잡혀라

καταμαρπτέσθω

(그는) 잡혀라

쌍수 καταμάρπτεσθον

(너희 둘은) 잡혀라

καταμαρπτέσθων

(그 둘은) 잡혀라

복수 καταμάρπτεσθε

(너희는) 잡혀라

καταμαρπτέσθων, καταμαρπτέσθωσαν

(그들은) 잡혀라

부정사 καταμάρπτεσθαι

잡히는 것

분사 남성여성중성
καταμαρπτομενος

καταμαρπτομενου

καταμαρπτομενη

καταμαρπτομενης

καταμαρπτομενον

καταμαρπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμάρψω

(나는) 잡겠다

καταμάρψεις

(너는) 잡겠다

καταμάρψει

(그는) 잡겠다

쌍수 καταμάρψετον

(너희 둘은) 잡겠다

καταμάρψετον

(그 둘은) 잡겠다

복수 καταμάρψομεν

(우리는) 잡겠다

καταμάρψετε

(너희는) 잡겠다

καταμάρψουσιν*

(그들은) 잡겠다

기원법단수 καταμάρψοιμι

(나는) 잡겠기를 (바라다)

καταμάρψοις

(너는) 잡겠기를 (바라다)

καταμάρψοι

(그는) 잡겠기를 (바라다)

쌍수 καταμάρψοιτον

(너희 둘은) 잡겠기를 (바라다)

καταμαρψοίτην

(그 둘은) 잡겠기를 (바라다)

복수 καταμάρψοιμεν

(우리는) 잡겠기를 (바라다)

καταμάρψοιτε

(너희는) 잡겠기를 (바라다)

καταμάρψοιεν

(그들은) 잡겠기를 (바라다)

부정사 καταμάρψειν

잡을 것

분사 남성여성중성
καταμαρψων

καταμαρψοντος

καταμαρψουσα

καταμαρψουσης

καταμαρψον

καταμαρψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμάρψομαι

(나는) 잡히겠다

καταμάρψει, καταμάρψῃ

(너는) 잡히겠다

καταμάρψεται

(그는) 잡히겠다

쌍수 καταμάρψεσθον

(너희 둘은) 잡히겠다

καταμάρψεσθον

(그 둘은) 잡히겠다

복수 καταμαρψόμεθα

(우리는) 잡히겠다

καταμάρψεσθε

(너희는) 잡히겠다

καταμάρψονται

(그들은) 잡히겠다

기원법단수 καταμαρψοίμην

(나는) 잡히겠기를 (바라다)

καταμάρψοιο

(너는) 잡히겠기를 (바라다)

καταμάρψοιτο

(그는) 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 καταμάρψοισθον

(너희 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

καταμαρψοίσθην

(그 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

복수 καταμαρψοίμεθα

(우리는) 잡히겠기를 (바라다)

καταμάρψοισθε

(너희는) 잡히겠기를 (바라다)

καταμάρψοιντο

(그들은) 잡히겠기를 (바라다)

부정사 καταμάρψεσθαι

잡힐 것

분사 남성여성중성
καταμαρψομενος

καταμαρψομενου

καταμαρψομενη

καταμαρψομενης

καταμαρψομενον

καταμαρψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέμαρπτον

(나는) 잡고 있었다

κατέμαρπτες

(너는) 잡고 있었다

κατέμαρπτεν*

(그는) 잡고 있었다

쌍수 κατεμάρπτετον

(너희 둘은) 잡고 있었다

κατεμαρπτέτην

(그 둘은) 잡고 있었다

복수 κατεμάρπτομεν

(우리는) 잡고 있었다

κατεμάρπτετε

(너희는) 잡고 있었다

κατέμαρπτον

(그들은) 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμαρπτόμην

(나는) 잡히고 있었다

κατεμάρπτου

(너는) 잡히고 있었다

κατεμάρπτετο

(그는) 잡히고 있었다

쌍수 κατεμάρπτεσθον

(너희 둘은) 잡히고 있었다

κατεμαρπτέσθην

(그 둘은) 잡히고 있었다

복수 κατεμαρπτόμεθα

(우리는) 잡히고 있었다

κατεμάρπτεσθε

(너희는) 잡히고 있었다

κατεμάρπτοντο

(그들은) 잡히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν μὲν Μηριόνησ ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν· (Homer, Iliad, Book 5 8:4)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 8:4)

  • τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκοσ στῆθοσ μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶσ ἐξαπίνησ, ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων· (Homer, Iliad, Book 16 48:14)

    (호메로스, 일리아스, Book 16 48:14)

유의어

  1. 잡다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION