συναρπάζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συναρπάζω
συναρπάσομαι
συνήρπασα
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἁρπάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다
- 잡다, 쥐다, 장악하다
- to seize and carry clean away
- to seize and pin, together
- to seize, grasp
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αὐτό που τὸ ζητούμενον, ὦ Τιμόκλεισ, συναρπάζεισ· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 38:4)
(루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 38:4)
- εἰ δὲ ἢ τὴν μητέρα ἔτυπτεν ἢ παρθένουσ συνήρπαζε, τί ταῦτα πρὸσ ἐμέ; (Lucian, 172:1)
(루키아노스, 172:1)
- βουλόμενοσ δὲ καταλυθῆναι τὴν βουλὴν ὁ Θεμιστοκλῆσ πρὸσ μὲν τὸν Ἐφιάλτην ἔλεγεν ὅτι συναρπάζειν αὐτὸν ἡ βουλὴ μέλλει, πρὸσ δὲ τοὺσ Ἀρεοπαγίτασ, ὅτι δείξει τινὰσ συνισταμένουσ ἐπὶ καταλύσει τῆσ πολιτείασ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 25 3:2)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 25 3:2)
- τοῖσι μὲν ἀνδράσιν αὗται αἱ προφάσιεσ γίνονται, τῇσι δὲ γυναιξὶν ἥ τε πιότησ τῆσ σαρκὸσ καὶ ὑγρότησ‧ οὐ γὰρ δύνανται ἔτι συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον‧ οὔτε γὰρ ἐπιμήνιοσ κάθαρσισ αὐτῇσι γίνεται ὡσ χρεών ἐστιν, ἀλλ’ ὀλίγον καὶ διὰ χρόνου, τό τε στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆσ συγκλείεται καὶ οὐχ ὑποδέχεται τὸν γόνον‧ αὐταί τε ἀταλαίπωροι καὶ πίεραι καὶ αἱ κοιλίαι ψυχραὶ καὶ μαλθακαί. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxi.3)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxi.3)
- Χείρωνοσ οὖν ὑποθεμένου Πηλεῖ συλλαβεῖν καὶ κατασχεῖν αὐτὴν μεταμορφουμένην, ἐπιτηρήσασ συναρπάζει, γινομένην δὲ ὁτὲ μὲν πῦρ ὁτὲ δὲ ὕδωρ ὁτὲ δὲ θηρίον οὐ πρότερον ἀνῆκε πρὶν ἢ τὴν ἀρχαίαν μορφὴν εἶδεν ἀπολαβοῦσαν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 13 5:4)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 13 5:4)
유의어
-
to seize and carry clean away
-
이끌다
-
잡다
파생어
- ἀναρπάζω (포착하다, 잡아채다, 앗아가다)
- ἁρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다, 실어나르다)
- ἀφαρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다, 빼앗다)
- διαρπάζω (파괴하다, 종결하다, 약탈하다)
- ἐξαναρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다)
- ἐξαρπάζω (구조하다, 살리다, 높이다)
- καθαρπάζω (to snatch down)
- παραρπάζω (to filch away)
- προαρπάζω (세게 물다, 쏘아붙이다, 호되게 말하다)
- ὑφαρπάζω (잡다, 빼앗다, 받다)