προσαναλαμβάνω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: prosanalambanō
고전 발음: [쁘로사날람바노:]
신약 발음: [쁘로사날람바노]
기본형:
προσαναλαμβάνω
προσαναλήψομαι
형태분석:
προς
(접두사)
+
ἀνα
(접두사)
+
λαμβάν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 회복하다, 돌이키다
- to take in besides
- to recal, to recover
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ μικρὸν ὕστερον ἰδόντες ἀπὸ γῆς ἁμιλλώμενον Δηϊόταρον τὸν βασιλέα προσαναλαμβάνουσιν. (Plutarch, Pompey, chapter 73 6:2)
(플루타르코스, Pompey, chapter 73 6:2)
- ἐνταῦθα γὰρ παραμένειν παρήγγελτο καὶ προσαναλαμβάνειν τοὺς παροίκους τῶν συμμάχων. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 3 3:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 3 3:2)
- ταῦτα δ ἐποίει, βουλόμενος ἅμα μὲν ἀφ ὡρισμένου πλήθους ἐλαττοῦν ἀεὶ τοὺς ὑπεναντίους, ἅμα δὲ τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς προηττημένας τοῖς ὅλοις διὰ τῶν κατὰ μέρος προτερημάτων κατὰ βραχὺ σωματοποιεῖν καὶ προσαναλαμβάνειν. (Polybius, Histories, book 3, chapter 90 4:1)
(폴리비오스, Histories, book 3, chapter 90 4:1)
- οὗτοι δὲ προσαναλαμβάνουσιν ἐσθῆτας, ἐὰν μὲν ὕπατος ἢ στρατηγὸς ᾖ γεγονώς, περιπορφύρους, ἐὰν δὲ τιμητής, πορφυρᾶς, ἐὰν δὲ καὶ τεθριαμβευκὼς ἤ τι τοιοῦτον κατειργασμένος, διαχρύσους. (Polybius, Histories, book 6, chapter 53 7:1)
(폴리비오스, Histories, book 6, chapter 53 7:1)
유의어
-
to take in besides
- προσαφαιρέομαι (to take away besides)
- προσλάζυμαι (to take hold of besides)
- ἐπιλαμβάνω (I take or get besides)
- παραβλώσκω (to go beside)
- προσεπιλαμβάνομαι (돕다, 도와주다, 위하다)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다)
- συναίνυμαι (취하다, 잡다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
- ὀρέγω (잡다, 빼앗다)
- ἐξαναιρέω (제외하다, 빼다)
- ἀποδέχομαι (잡다, 빼앗다)
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
-
회복하다
파생어
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- ἀπολαμβάνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- διαλαμβάνω (잡다, 체포하다, 장악하다)
- ἐκλαμβάνω (이해하다, 파악하다, 인식하다)
- ἐπαναλαμβάνω (반복하다, 되풀이하다, 중복되다)
- ἐπιλαμβάνω (받다, 얻다, 잡다)
- καταλαμβάνω (잡다, 쥐다, 가지다)
- λαμβάνω (잡다, 쥐다, 약탈하다)
- μεταλαμβάνω (~에 대한 권리를 주장하다, 장악하다, 가까이하다)
- παραλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 시작하다)
- περιλαμβάνω (안다, 품다, 포옹하다)
- προκαταλαμβάνω (사전에 취하다, 미리 장악하다, 선점하다)
- προλαμβάνω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- προσλαμβάνω (쥐다, 잡다, 물다)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (잡다, 장악하다, 포획하다)
- συλλαμβάνω (모으다, 거두다, 수집하다)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (이해하다, ~와 비교하다, 파악하다)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다, 지지하다)