헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραβάλλω παραβαλῶ παρέβαλον παραβέβληκα

형태분석: παρα (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 노출시키다, 불거지다, 드러내다, 밝히다, 제공하다, 포기하다
  2. 비교하다, 비기다, 비하다, 대조하다, 같은 자격에 놓다
  3. 던지다, 되던지다, 넘겨 던지다, 사이로 던지다, 안으로 던지다, 자신을 ~로 던지다, 밖으로 던지다, 휘두르다
  4. 맡기다, 위탁하다
  5. 속이다, 기만하다, 배반하다
  1. to throw beside or by, throw to, to hold out as a bait
  2. to cast in one's teeth
  3. to expose, exposed, to expose oneself or what is one's own to danger, risking it, given up
  4. to set what one values upon a chance, to hazard it as at play, having, interests at stake, having risked
  5. to lay beside, to compare, vying with one another, set against
  6. to bring alongside, bring your, alongside
  7. to throw, turn, bend sideways, to cast, askance, to turn, to lay to
  8. to deposit with, entrust to
  9. to deceive, betray
  10. to come n

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραβάλλω

παραβάλλεις

παραβάλλει

쌍수 παραβάλλετον

παραβάλλετον

복수 παραβάλλομεν

παραβάλλετε

παραβάλλουσιν*

접속법단수 παραβάλλω

παραβάλλῃς

παραβάλλῃ

쌍수 παραβάλλητον

παραβάλλητον

복수 παραβάλλωμεν

παραβάλλητε

παραβάλλωσιν*

기원법단수 παραβάλλοιμι

παραβάλλοις

παραβάλλοι

쌍수 παραβάλλοιτον

παραβαλλοίτην

복수 παραβάλλοιμεν

παραβάλλοιτε

παραβάλλοιεν

명령법단수 παραβάλλε

παραβαλλέτω

쌍수 παραβάλλετον

παραβαλλέτων

복수 παραβάλλετε

παραβαλλόντων, παραβαλλέτωσαν

부정사 παραβάλλειν

분사 남성여성중성
παραβαλλων

παραβαλλοντος

παραβαλλουσα

παραβαλλουσης

παραβαλλον

παραβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραβάλλομαι

παραβάλλει, παραβάλλῃ

παραβάλλεται

쌍수 παραβάλλεσθον

παραβάλλεσθον

복수 παραβαλλόμεθα

παραβάλλεσθε

παραβάλλονται

접속법단수 παραβάλλωμαι

παραβάλλῃ

παραβάλληται

쌍수 παραβάλλησθον

παραβάλλησθον

복수 παραβαλλώμεθα

παραβάλλησθε

παραβάλλωνται

기원법단수 παραβαλλοίμην

παραβάλλοιο

παραβάλλοιτο

쌍수 παραβάλλοισθον

παραβαλλοίσθην

복수 παραβαλλοίμεθα

παραβάλλοισθε

παραβάλλοιντο

명령법단수 παραβάλλου

παραβαλλέσθω

쌍수 παραβάλλεσθον

παραβαλλέσθων

복수 παραβάλλεσθε

παραβαλλέσθων, παραβαλλέσθωσαν

부정사 παραβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
παραβαλλομενος

παραβαλλομενου

παραβαλλομενη

παραβαλλομενης

παραβαλλομενον

παραβαλλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νομίσασ δ’ ἐάροσ μὲν αὐτοὺσ ἐπὶ ὁλκάδων διαπλέοντασ οὐ λήσειν τὰσ τοῦ Πομπηίου τριήρεισ θαμινὰ ἐσ φυλακὴν ἀναπλεούσασ, χειμῶνοσ δ’ εἰ παραβάλλοιντο, ναυλοχούντων ἐσ νήσουσ τῶν πολεμίων, λαθεῖν ἂν αὐτοὺσ ἴσωσ ἢ καὶ βιάσασθαι μεγέθει τε νεῶν καὶ πνεύματι, μετεπέμπετο κατὰ σπουδήν. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 8 8:5)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 8 8:5)

  • " ὅπου οὖν οὐδὲ τοῖσ ἐν Βοσπόρῳ συγκριτέον τὰ ἐν τοῖσ διαριθμηθεῖσι τόποισ, ἀλλ’ οὐδὲ τοῖσ ἐν Ἀμισῷ καὶ Σινώπῃ καὶ γὰρ ἐκείνων εὐκρατοτέρουσ ἂν εἴποι τισ, σχολῇ γ’ ἂν παραβάλλοιντο τοῖσ κατὰ Βορυσθένη καὶ τοῖσ ἐσχάτοισ Κελτοῖσ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 30:7)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 1 30:7)

유의어

  1. to throw beside or by

  2. to cast in one's teeth

  3. to set what one values upon a chance

  4. 맡기다

  5. 속이다

  6. to come n

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION